*γράφει ο Κωνσταντίνος Σαραβάκος
Η αντικαπιταλιστική παντιέρα της εποχής μας έχει ως σύμβολο την ανισότητα, μία έννοια που σίγουρα φέρει αρνητικά μηνύματα για την κοινωνικοοικονομική εξέλιξη μιας κοινωνίας. Αν και η έννοια της ανισότητας δεν είναι ενιαία και υπάρχουν πολλές κατηγορίες, η συνηθέστερη ανάλυση της γίνεται στην βάση της εξέλιξης των εισοδηματικών κλιμάκων. Θα προσπαθήσω να παρουσιάσω την έννοια της εισοδηματικής ανισότητας με ένα υποθετικό παράδειγμα.
Το ερώτημα για την ανισότητα εισοδηματικών κλιμάκων συνοψίζεται στο εξής «τι ποσοστό του συνολικού εισοδήματος της Υ χώρας είχε το φτωχότερο 20% του πληθυσμού το 2005 και τι ποσοστό έχει σήμερα;». Αν το 2005 το φτωχότερο 20% του πληθυσμού είχε το 12% του συνολικού εισοδήματος και το 2019 έχει το 7% του συνολικού εισοδήματος τότε θεωρούμε πως η ανισότητα έχει αυξηθεί, ειδικά αν το συνολικό εισόδημα της χώρας έχει αυξηθεί μέσα σε αυτό το διάστημα.
Η παραπάνω ανάλυση γίνεται για διάφορες εισοδηματικές κλίμακες όπως η σύγκριση του φτωχότερου 20% και του πλουσιότερου 20% παρουσιάζοντας πως έχει αλλάξει αυτή η σχέση μέσα στον χρόνο. Μπορεί δηλαδή το 2005 το πλουσιότερο 20% σε μία χώρα να είχε εισόδημα 5 φορές μεγαλύτερο από το φτωχότερο 20% και το 2019 το πλουσιότερο 20% σε μία χώρα να είχε εισόδημα 7 φορές μεγαλύτερο από το φτωχότερο 20%. Και πάλι θεωρούμε πως η ανισότητα μέσα στην κοινωνία έχει αυξηθεί.
Όσο χρήσιμη και αν είναι η παραπάνω ανάλυση για την καταγραφή μιας μακροχρόνιαςσχέσης ανισότητας μέσα σε μία κοινωνία, στην πραγματικότητα δεν μας λέει και πολλά για την ανισότητα εισοδήματος που βιώνουν οι πολίτες μιας χώρας. Αυτός είναι και ο λόγος που οι τελευταίες έρευνες στην ανισότητα εστιάζουν στην κοινωνική κινητικότητα των ατόμων και μελετούν το εξής φαινόμενο, σε σχέση με το παραπάνω παράδειγμα, «πόσοι άνθρωποι που το 2005 ήταν στο φτωχότερο 20% του πληθυσμού έχουν καταφέρει να βρεθούν σε μία καλύτερη εισοδηματική κλίμακα το 2019;». Αυτή η προσέγγιση είναι ακριβέστερη για να καταφέρουμε να καταλάβουμε τι πραγματικά συμβαίνει στις καπιταλιστικές κοινωνίες με την εισοδηματική ανισότητα.
Μπορεί λοιπόν, από την μία πλευρά το φτωχότερο 20% του πληθυσμού μίας χώρας να είχε μεγαλύτερο μερίδιο εισοδήματος το 2005 από το 2019, αλλά την ίδια περίοδο η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων που ήταν στο φτωχότερο 20% του πληθυσμού το 2005 να έχουν βρεθεί σε καλύτερη εισοδηματική θέση το 2019. Σε αυτό το παράδειγμα αναλύοντας την εισοδηματική ανισότητα με κλίμακες εισοδήματος φαίνεται πως η ανισότητα αυξήθηκε. Ωστόσο, αναλύοντας την εισοδηματική ανισότηταμε την κινητικότητα των ατόμων στις κλίμακες εισοδήματος, φαίνεται πως η πλειονότητα των ανθρώπων που το 2005 ήταν φτωχοί, πλέον δεν είναι.
Αυτό δεν είναι μόνο μία υπόθεση εργασίας χωρίς εμπειρική τεκμηρίωση. Αντιθέτως, στην Δανία οι σχετικές μελέτες καταλήγουν πως 3 στους 10 ανθρώπους που για έναν χρόνο βρέθηκαν στο φτωχότερο 20% του πληθυσμού, είχαν καταφέρει να βρεθούν σε καλύτερη εισοδηματική θέση, μόλις έναν χρόνο αργότερα (Thegreatriseinwealthforthosewithlowincomes,CEPOS,2018). Αυτός είναι και ο λόγος που η υψηλής έντασης κοινωνική κινητικότητα είναι παράγοντας τεράστιας σημασίας για την εξέλιξη των κοινωνιών, δηλαδή των ατόμων που τις απαρτίζουν. Ωστόσο, όπως διαπιστώνει μελέτητου ΟΟΣΑ, η χαμηλής έντασης κοινωνική κινητικότητα είναι ανασταλτικός παράγοντας για την οικονομική μεγέθυνση. Ακόμη η προοπτική για κινητικότητα είναι καθοριστικόςπαράγοντας για τους δείκτες ικανοποίησης από την ζωή και τους δείκτες ευημερίας καιπολύ σημαντική για την κοινωνική συνοχή και την δημοκρατική συμμετοχή (Abrokensocialelevator?Howtopromotesocialmobility,OECD,2018).
Η έννοια της ανισότητας λοιπόν δεν εξαντλείται ούτε στην παραπάνω σύντομη επεξεργασία, ούτε σε άλλες αναλύσεις που προσπαθούν να της δώσουν ιδεολογικό μήνυμα. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, αν και οι περισσότεροι δείκτες δείχνουν πως η οικονομική ανισότητα είναι η πρόκληση της εποχής μας, όπως ήταν πριν δεκαετίες η μείωση της απόλυτης φτώχειας, κάτι που η ελεύθερη αγορά και το εμπόριο κατάφεραν σε έναν μεγάλο βαθμό.
Όταν φταίνε πάντα οι άλλοι ή σκέψεις σχετικά με την ενδοσκόπηση