Με λίγο μόνο καιρό λειτουργίας το Cinobo μας έχει εντυπωσιάσει καθώς δεν προσφέρει μόνο μεγάλη ποικιλία από ταινίες, αλλά και πολύ καλή ποιότητα ταινιών. Μέσα στις ταινίες που ανέβηκαν και συνεχίζουν να ανεβαίνουν για τον μήνα Απρίλιο είναι και το «Δύο Μέρες, Μία Νύχτα».
Το «Δύο Μέρες, Μία Νύχτα» είναι μία γαλλική ταινία του 2014. Το σενάριο, την σκηνοθεσία και την παραγωγή ανέλαβαν οι Βέλγοι Αδερφοί Νταρντέν, Ζαν Πιέρ και Λυκ,όπως συνηθίζουν να κάνουν σε πολλές από τις ταινίες τους. Η ταινία ήταν υποψήφια σε πολλές απονομές βραβείων κινηματογράφου, όπως στα βραβεία BAFTA (βραβεία βρετανικής ακαδημίας κινηματογράφου) και το φεστιβάλ των Καννών, ενώ κέρδισε και πολλά από αυτά.
Πρόκειται για ένα κοινωνικό δράμα στο οποίο μια νεαρή σύζυγος και μητέρα εργάζεταισε ένα εργοστάσιο σε μία μικρή πόλη του Βελγίου. Έχοντας αρχίσει να αντιμετωπίζει την κατάθλιψη και ούσα έτοιμη να επιστρέψει στην δουλειά της μετά την αναρρωτική της άδεια, μαθαίνει ότι οι συνεργάτες της υπό την πίεση της διεύθυνσης ψήφισαν να πάρουν τα bonus της δουλειάς τους σε βάρος της επιστροφής της στο εργοστάσιο. Εκείνη καλείται σε δύο μέρες και μία νύχτα να βρει και να πείσει τους δεκαέξι συνεργάτες της να απαρνηθούν τα bonus τους ώστε να κρατήσει τη δουλειά της.
Βλέποντας την ταινία, μία ερώτηση ερχόταν συνέχεια στο μυαλό μου. «Εγώ τι θα ψήφιζα;» Όμως η πραγματική ερώτηση δεν είναι αυτή. Η πραγματική ερώτηση είναι «Θα άφηνα έναν εργοδότη να μου το κάνει αυτό;» Είναι τουλάχιστον ανήθικο εν μέσω μίας οικονομικής κρίσης να ρίχνει μία επιχείρηση την ευθύνη της απόλυσης ενός εργαζομένου στους συνεργάτες του. Ειδικά όταν η παραμονή του εργαζομένου σημαίνει άρνηση των δουλεμένων bonus των υπόλοιπων, χρήματα που έχουν ήδη υπολογίσει στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Έτσι η επιχείρηση αναγκάζει το εργατικό της δυναμικό να συμφωνήσει στην απόλυση ενός μέλους του, σε παραπάνω ώρες εργασίας και στην αποδοχή των ευθυνών για την κατάσταση. Η απόφαση όμως έχει παρθεί ήδη από την ίδια την επιχείρηση πολύ πριν την εν λόγω ψηφοφορία.
Ταυτόχρονα τίθεται και ένα άλλο εξ ίσου σημαντικό θέμα. Υπήρξαν εργαζόμενοι που πείστηκαν από τον εργοδότη ότι ένας άνθρωπος που αναρρώνει από μία ψυχική νόσο δεν θα είναι παραγωγικός και γι’ αυτό ψήφισαν εναντίον της επιστροφής της πρωταγωνίστριας- ή υπέρ των bonus τους, γιατί αυτή η κατάσταση έχει δύο αναγνώσεις. Η σοβαρότητα της κατάστασης αυτής δεν αφορά μόνο το πόσο πονηρά σκέφτηκε ο εργοδότης αλλά και το πόσο αμόρφωτοι είμαστε σαν κοινωνία σε θέματα ψυχικής υγείας. Το πόσο δεν αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό που έχει ανάγκη ένας ψυχικά ασθενής είναι να μην αποκλειστεί από τον περίγυρο του. Ταυτόχρονα, η επιστροφή στηδουλειά μετά από άδεια είναι μία κατάσταση εν δυνάμει έλλειψης παραγωγικότητας γιατον καθένα, όχι μονάχα για ένα ψυχικά ασθενή. Ελπίζω ότι κάποια στιγμή θα ζούμε σε μια κοινωνία που θα αγκαλιάζει αυτούς του ανθρώπους και δεν θα θυσιάζει τις εύθραυστες ψυχές τους στο βωμό του κέρδους.
Εν τω μεταξύ, μιας και ο Απρίλιος είναι ένας μήνας τον οποίο περνάμε σχεδόν όλοι φέτος από τα σπίτια μας και σε κοινωνικό αποκλεισμό, η ταινία αυτή με έκανε να νοσταλγήσω. Νοστάλγησα τις βόλτες με τα λεωφορεία και τις χειραψίες και τα σταυρωτά φιλιά. Διαπίστωσα όμως και κάτι άλλο για τον εαυτό μου. Με έπιασα να εκνευρίζομαι με τους χαλαρούς ρυθμούς της πρωταγωνίστριας, με το πόσο αργά περνούσε το δρόμο. Έφτασα λοιπόν να απορώ· τόσο έχω συνηθίσει τους απελπιστικά γοργούς ρυθμούς ζωής που με εκνευρίζει η θέα ενός ανθρώπου που παίρνει τον χρόνο του για να κάνει τα πράγματα;
Ομολογουμένως δεν εντόπισα κάτι καινοτόμο στην σκηνοθεσία, οι ερμηνείες όμως ήταν αρκετά καλές. Γενικότερα πρόκειται για μία ρεαλιστική ταινία, ενώ δεν με απογοήτευσε ούτε μία στιγμή. Πρόκειται σίγουρα για μια ταινία που άξιζε τη θέση της στη λίστα μου, αλλά και στη λίστα οποιουδήποτε αποφασίσει να την δει.
Η Ρωσία στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου