Δυο χέρια γατσιασμένα θωπεύουν κάτι πόδια πληγωμένα κι αυτά ψάχνουν γιατρειά μες σε λευκά ξέφτια. Άκρα χάνονται κάπου ανάμεσα σε κραυγές και το παλιό ύφασμα τυλίγει τώρα το κορμί σαν να ‘ρθε πρόωρα το λυκαυγές. Κορμί σκαρί σώμα πτώμα. Ρίζες που μπλέκονται με φλέβες και αντάμα τους κουρνιάζουν κάτι αδένες. Ανθίζουν οι προτάσεις και κάποιος κάτι μουρμουράει για σωστές συντάξεις. Τόσα αίματα ξανά, βαρέθηκα να κολυμπώ σε άλικα υγρά. Στο διάολο να πάνε κι οι ρίμες- αναρωτιέμαι ποιος θα πάρει τις ευθύνες.
Στο σεντόνι απάνω θαρρείς πως βλέπεις αυτές τις δυο λέξεις ολούθε τυπωμένες: ευχαριστώ και συγγνώμη. Καθεμιά τους εφάπτεται στην πληγή που της αναλογεί. Με μια ιδιότυπη σχέση ιού και ξενιστή, νέα νοήματα εκκολάπτονται μες στη ζεστασιά των πληγωμένων κυττάρων. Τα φωνήεντα παίρνουν το σχήμα του ανοίγματος και τα σύμφωνα κρύβονται στο κιτρινιασμένο πλάσμα που τα κουβαλά. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια φέρουν ηχηρούς φθόγγους και τα λευκά τους άηχους- φυσικά, πάντα αυτός που σηκώνει το μεγαλύτερο φορτίο προτιμά τη σιωπή. Η δεξιά πλευρά γεμάτη απολογίες και η αριστερή στολισμένη με ευχαριστίες. Πρώτα ξεστόμισα αυτές τις λέξεις και μετά ζήτησα τους γονείς μου. Κι έχουν περάσει δεκαοχτώ χρόνια και δεν έχω μάθει ακόμα καινούργιες. Τόσο πλούσια γλώσσα η ελληνική κι εγώ προτίμησα να παίξω με σκουριασμένα σημαινόμενα.
Συγνώμη μπαμπά που σε κατηγόρησα. Συγγνώμη που όλοι σε κατηγορούν. Συγγνώμη που τους επιτρέπω να κατηγορούν κι εμένα. Συγνώμη και σ’ εσάς που σας κατηγορώ για τα τόσο λογικά συντεταγμένα κατηγορητήριά σας. Συγγνώμη κύριε δικαστά που σας βάζω για άλλη μια φορά στον κόπο να με εκδικάσετε. Συγγνώμη και σε σας κυρία φιλόλογε για το ενδεές λεξιλόγιο μου. Συγγνώμη και σε σας που διαβάζετε χαζές λέξεις παρατεταμένες με μια αυστηρότητα που επιδιώκει να τους επιβάλλει κάποιο νόημα. Ουφ! Συγγνώμη και για την έκταση. Συγγνώμη…
Σ’ ευχαριστώ μαμά. Σ’ ευχαριστώ που μου έμαθες να ευγνωμονώ. Σ’ ευχαριστώ γιαγιά που με δίδαξες την πίστη. Σ’ ευχαριστώ που με υπομένεις οποιανού αυτί κι αν είσαι. Αλήθεια σ’ ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ, όλους σας!
Κι έχω πατήσει τα δεκαεννιά κι όλοι εξακολουθούν να διατείνονται ότι αυτές οι δυο λέξεις αποτελούν αδιάψευστα τεκμήρια της ευπρέπειας ενός ατόμου- κι εγώ, που τις γαζώνω με επιδέσμους τόσα χρόνια, δεν ένιωσα ποτέ μου ευπρεπής. Μπορεί να φταίει και το χαντζαπλαστ, ή αυτή η λευκή σκόνη που τσούζει. Όλο μου κλείναν τις πληγές κι όλο αυτές γαργαλούσαν το λεπτό μου δέρμα για να μου υπενθυμίσουν την ύπαρξη τους. Πάντα παρούσες. Συνοδοιπόροι στις επισκέψεις μου στο ιατρείο. «Γιατί καλέ μου γιατρέ δεν λένε να κλείσουν με τίποτα αυτές οι άτιμες ουλές; – Κάνα ψυχοσωματικό θα ναι», αποκρίθηκε εκείνος σε μια απόπειρα επίδειξης της άρτια δομημένης γνώσης του. Και μια φίλη μου ‘πε τις προάλλες ότι οι γιατροί προφασίζονται τα ψυχοσωματικά όταν δεν ξέρουν τι πραγματικά συμβαίνει στους οργανισμούς μας.
Στη βεράντα τα φρεσκοπλυμένα μου σεντόνια χορεύουν με διάχυτο αισθησιασμό πάνω στα κάγκελα- προίκα είναι γαρ, ας τα εκθέσουμε και λίγο. Η λευκότητα τους προσβάλλει με την ανοίκεια φύση της τα μάτια μου. Ούτε ίχνος αίματος. Ούτε ίχνος συλλαβής. Ψαχουλεύω τον κάδο του πλυντηρίου μου μπας και βρω κανένα νόημα χωμένο στα τοιχώματα μαζί μ’ εκείνο το ζευγάρι μαύρες κάλτσες. Δυο λέξεις κάνουν παρέα στα σοσονάκια μου στο τμήμα με τα απολεσθέντα. Ευχαριστώ και συγγνώμη. Δεκαεννιά χρόνια ζωής με κοιτάζουν κατάματα ενώ το πλυντήριο τίθεται από μόνο του σε λειτουργία. Σε δεκαπέντε λεπτά μου υπόσχεται μια γρήγορη μα συνάμα καθαρτική πλύση. Μαλακτικό δεν πρόλαβα να βάλω. Ανοίγω το καπάκι κι έχουν απομείνει μοναχά δυο ξέμπαρκα πρώτα συνθετικά: συν και ευ. Πιάνω κλωστή και βελόνα. Ήρθε η ώρα να κεντήσω νέες λέξεις.
Όταν φταίνε πάντα οι άλλοι ή σκέψεις σχετικά με την ενδοσκόπηση