Με αφορμή τον ανασχηματισμό της Κυβέρνησης την περασμένη Δευτέρα, κάποιοι έτρεξαν να εξυμνήσουν την απόφαση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να προάγει έναν ανοιχτά ομοφυλόφιλο άνδρα στη θέση του Υφυπουργού Σύγχρονου Πολιτισμού στο Υπουργείο Πολιτισμού.
Ο Νικόλας Γιατρομανωλάκης, ένας υπέρμαχος των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, έγινε λοιπόν ο πρώτος ομοφυλόφιλος άνδρας σε κυβερνητικό σχήμα στην Ελλάδα.
Είναι όμως αυτή μια νίκη για την ισότητα στην Ελλάδα ή μήπως ένα πάτημα της κυβέρνησης να δείξει αποδοχή προς τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα χωρίς όμως να λαμβάνει άμεση δράση η ίδια; Και κατά πόσον όσοι βλέπουν αυτήν την κίνηση σαν ‘κόλπο’ της κυβέρνησης είναι πεσιμιστές, και κατά πόσο ρεαλιστές;
Προτού απαντήσουμε αυτές τις ερωτήσεις, είναι σημαντικό να σημειωθεί πως η ανάμειξη της συγκεκριμένης Κυβέρνησης με την προστασία των γυναικών και ιδιαίτερα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας είναι ανεπαρκής ή μάλλον ανύπαρκτη, και πως οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των παραπάνω παραμένουν βασικό καθημερινό πρόβλημα για την κοινωνία μας.
Σαφώς λοιπόν η αρχή για ακόμη μια φορά έγινε, και οι προκαταλήψεις, το στίγμα και οι διακρίσεις μειώνονται, όπως γράφει και ο ίδιος ο Νικόλας Γιατρομανωλάκης στις προσωπικές του σελίδες στα social media. Η Ελλάδα όμως έχει ακόμη έναν πολύ μακρύ δρόμο να διαβεί για να μπορέσει να ισχυριστεί πως είναι μια δίκαιη χώρα που προστατεύει τα δικαιώματα όλων των ανθρώπων και πως έχει έναν υγιή πολιτιστικό τομέα που προωθεί και προστατεύει τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ.
Μέχρι λοιπόν η χώρα μας, της οποίας τόσο περήφανα κουνάμε τη (γαλανόλευκη) σημαία, να φτάσει στο σημείο να δέχεται και να σέβεται κάθε Λεσβία, Ομοφυλόφιλο, Αμφιφυλόφιλο, Τρανς ή όπως ο καθένας αυτοπροσδιορίζεται, το τι προτιμήσεις έχει ο κάθε υπουργός ή υφυπουργός στο κρεβάτι του είναι απλά δευτερεύον.
Γιατί το γεγονός ότι συζητάμε τόσο εκτενώς το ότι είναι ανοιχτά γκέι αντί να κοιτάξουμε τι μπορεί να προσφέρει στην ανάπτυξη του σύγχρονου πολιτισμού της χώρας μας είναι από μόνο του ένα πρόβλημα.
Όταν φταίνε πάντα οι άλλοι ή σκέψεις σχετικά με την ενδοσκόπηση