Στις 13 Μαΐου 2020 ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA) δημοσίευσε την έρευνα “A long way to go for LGBTI equality”. Ο τίτλος είναι κατατοπιστικός τόσο για το αντικείμενο όσο και για το αποτέλεσμα της έρευνας. Αξιοσημείωτο είναι ότι όλα όσα θα παρουσιαστούν παρακάτω είναι δείγμα από 140.000 άτομα, από 30 χώρες της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, καθιστώντας την έρευνα την πιο σημαντική του είδους της.
Από τον πρόλογο ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια αλήθεια: η πρόοδος είναι μικρή, τα άτομα είναι ανοικτά στο να αποδεχθούν την ταυτότητα φύλου τους, αλλά όχι στο να κρατήσουν το χέρι του συντρόφου τους στο δρόμο. Όχι γιατί ντρέπονται, δεν έχουν λόγο να ντραπούν άλλωστε, αλλά γιατί το 40% αυτών έχουν υποστεί κάποιου είδους παρενόχληση, πλην της καθημερινής κατακραυγής και διακρίσεων που αντιμετωπίζουν.
Αυτή είναι η μεγάλη εικόνα. Στόχος της έρευνας είναι να αναδείξει ότι τα επίπεδα αποδοχής του καθενός διαφέρουν, άλλοι είναι ανοικτοί στον εαυτό τους, αλλά όχι στους φίλους ή στην οικογένειά τους. Οι ομοφυλόφιλοι βιώνουν τις διακρίσεις διαφορετικά από τους τρανς, αλλά επίσης διαφορετικά τις βιώνουν τα άτομα βάσει του επιπέδου εκπαίδευσης ή οικονομικής τους κατάστασης.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή της έρευνας είναι ότι συγκρίνει τα δεδομένα με αντίστοιχη έρευνα που έγινε 7 χρόνια πριν. Παρατηρείται ότι από το 2013, η σημαντικότερη πρόοδος σημειώνεται στο ότι το ποσοστό των νέων άνω των 18 που αποδέχεται την ταυτότητα φύλου του αυξήθηκε από το 36% στο 52%. Θεωρώ ανησυχητικό ότι κάποια ποσοστά έχουν αυξηθεί, και δεν εννοώ αυτά που παρουσιάζουν την αποδοχή, αλλά το αντίθετο. Οι διακρίσεις στο χώρο εργασίας συνεχίζονται και αυξάνονται. Ενώ το 2013 το 13% αντιμετώπιζε διακρίσεις ψάχνοντας για δουλειά, το ποσοστό έπεσε στο 11%, όμως το ποσοστό αυξάνεται στο πλαίσιο εργασίας: διακρίσεις αντιμετώπιζε το 19%, ενώ σήμερα το 21%. Αυτό μεταφράζεται περίπου 2 στους 10, όποια έρευνα και να δούμε. Αν όμως δούμε μια υποομάδα, αυτή των τρανς, από το 43%, πλέον το 60% βιώνει διακρίσεις όσων αφορά στην εργασία του, την αντιμετώπιση του στο χώρο της εστίασης, ως πελάτη, ως ασθενή, ή όταν κληθεί να παρουσιάσει τα επίσημα χαρτιά του (ταυτότητα/ διαβατήριο).
Ακόμα πιο ανησυχητικό ότι αυτά τα στοιχεία αφορούν όσους είναι ανοιχτοί, γιατί το 53% δεν είναι. Όπως δεν είναι και το 37% των νέων μεταξύ 15-17. Αυτό που αντιλαμβάνομαι από τη συγκεκριμένη συνθήκη είναι ότι το θέμα που τίθεται εδώ και δημιουργεί το πρόβλημα, είναι ότι ένα ποσοστό του υποσυνόλου της κοινωνίας, που δεν ανήκει σε αυτήν την κοινότητα, θεωρεί την επεμβατικότητα στη ζωή των συνανθρώπων του θεμιτή. Τα άτομα που έχουν δημιουργήσει το φόβο, την ντροπή ή και κάθε άλλο συναίσθημα που εμποδίζει έναν άνθρωπο να έρθει σε συναισθηματική ισορροπία με τον πραγματικό του εαυτό και τη φύση του, συνεχίζουν μια παράδοση πατερναλισμού εκεί που θα έπρεπε να σωπαίνουν, όχι από έλλειψη ενδιαφέροντος, αλλά απλώς επειδή δεν τους αφορά.
Στην Ελλάδα, η έρευνα αυτή πρέπει να μας προκαλεί ντροπή, γιατί φαίνεται ότι η κοινωνία μας είναι πλούσια σε πανταχού παρόντες πατερναλιστές. Παρουσιάζω τα ποσοστά που υπερβαίνουν το Μ.Ο. της έρευνας:
Το 74% αποφεύγει να κρατήσει το χέρι του συντρόφου του.
Το 39% αποφεύγει να πάει σε συγκεκριμένα μέρη.
Το 32% αντιμετωπίζει διακρίσεις στη δουλειά.
Το 43% ηλικίας 15-17 κρύβει την ταυτότητα φύλου του.
Αυτά τα δεδομένα ίσως είναι η απάντηση σε όσους αναρωτιούνται γιατί ενώ η κοινότητα αυτή διεκδικεί την ισότητα διαδηλώνει και χρειάζεται μια διεθνή ημέρα εορτασμού, το γνωστό «εγώ γιατί δεν δηλώνω την υπερηφάνεια μου που είμαι στρέιτ».
Όταν φταίνε πάντα οι άλλοι ή σκέψεις σχετικά με την ενδοσκόπηση