Αν γνωρίζατε κάποιον που επαίρεται ότι υπερασπίζεται τα θεμελιώδη ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα καλύτερα από τον καθένα και μαθαίνατε πως ενώ υπήρξε μάρτυρας σε στυγερή δολοφονία δεν προσπάθησε να βοηθήσει το θύμα, ούτε κάλεσε την αστυνομία, ούτε παρέστη στο δικαστήριο για να υποστηρίξει το δίκιο το θύματος πως θα αντιδρούσατε; Στην καλύτερη θα τον θεωρούσατε ασυνεπή με τις ιδέες του λόγω αφέλειας ή φόβου, στη χειρότερη απατεώνα ή τσαρλατάνο. Αν το σενάριο ξαφνικά άλλαζε και στη θέση του στυγερού δολοφόνου υπεισερχόταν ένας αρχηγός κράτους-εγκληματίας πολέμου πώς θα χαρακτηρίζατε ηθικά τον -υποτιθέμενο προασπιστή του δικαίου- φίλο σας εάν ισχυριζόταν εμμέσως πως ο εγκληματίας πολέμου δεν πρέπει να δικαστεί; Φαντάζομαι διάφορες απαντήσεις αλλά δεν θα τις παραθέσω για λόγους αστικής ευγενείας. Αυτό λοιπόν έπραξαν οι ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ Παπαδημούλης,Κούλογλου, Κουντουρά και Γεωργούλης. Με την αποχή τους στο ψήφισμα του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου περί σύστασης ειδικού διεθνούς δικαστηρίου για την δίωξη των πολιτικών και στρατιωτικών ηγεσιών της Ρωσίας και της Λευκορωσίας, συμπεριλαμβανομένων του Πούτιν και του Λουκασένκο, για το έγκλημα της επίθεσης και για εγκλήματα πολέμου , τάχθηκαν ουσιαστικά με την ιδέα της μη δίωξης των δύο αυτών ηγετών και της μη απόδοσης δικαιοσύνης στον ουκρανικό λαό που υποφέρει εδώ και σχεδόν ένα χρόνο.
Οι τέσσερις ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ βεβαίως απάντησαν σε όσους τους κατηγορούν για άφεση αμαρτιών του Πούτιν και κεκαλυμμένη υποστήριξη της Ρωσίας. Ισχυρίστηκαν πως η δημιουργία ειδικών δικαστηρίων εξασθενεί τη νομιμοποίηση και το κύρος του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Το πρόβλημα με τον ισχυρισμό αυτόν είναι καταρχήν νομικό. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία μόνο για πράξεις τελούμενες από υπηκόους των κρατών- συμβαλλομένων μερών του καταστατικού του δικαστηρίου ή για πράξεις που τελούνται στο έδαφος ενός κράτους- συμβαλλομένου μέρους. Η Ρωσία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος ενώ η Ουκρανία έχει αναγνωρίσει δικαιοδοσία μόνο για τα εγκλήματα που τελούνται στο έδαφός της. Όμως, το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. έχει την εξουσία να παραπέμπει υποθέσεις στο Δ.Π.Δ., ανεξαρτήτως με το εάν ένα κράτος είναι μέρος συμβαλλόμενο ή όχι της συνθήκης. Ωστόσο, η Ρωσία είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας κι έχει δικαίωμα αρνησικυρίας σε οποιαδήποτε ψηφίσματα εναντίον των εθνικών της συμφερόντων. Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω καθίσταται σαφές πως η δημιουργία ειδικού δικαστηρίου δεν θα μπορούσε να εξασθενίσει το Διεθνές Δικαστήριο ακριβώς γιατί αυτό δεν διαθέτει δικαιοδοσία να διώξει την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Ρωσίας. Η πρακτική των ειδικών δικαστηρίων όντως είναι επικίνδυνη, όταν όμως δεν υπάρχει αντικειμενικός λόγος για τη σύσταση τους και όταν δημιουργούνται κατ’ εντολή δικτατόρων. Αν ο κ. Κούλογλου, η κ.Κουντουρά, ο αντιπρόεδρος του κοινοβουλίου κ. Παπαδημούλης και ο κ. Γεωργούλης δεν βλέπουν πως υπάρχει νομικό κενό ή θεωρούν την ΕΕ και τον ΟΗΕ δικτατορίες μάλλον δεν θα έπρεπε να είναι ευρωβουλευτές.
«Ειδικότερα στην περίπτωση της Ουκρανίας, τα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί στη διάρκεια της παράνομης και βάρβαρης ρωσικής επίθεσης, δεν θα πρέπει να είναι αντικείμενο δημαγωγίας, πολιτικών σκοπιμοτήτων, και πρόχειρης αντιμετώπισης αλλά συγκροτημένης διαδικασίας, που θα εγγυηθεί τη δίωξη των υπευθύνων, στο πλαίσιο των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου.» Αυτός είναι ο δεύτερος ισχυρισμός των ευρωβουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ που απείχαν. Θεωρούν ότι η προσέγγιση της ΕΕ είναι δημαγωγική; Ότι η απόδοση δικαιοσύνης είναι πολιτική σκοπιμότητα; Υπάρχει πρόχειρη αντιμετώπιση ενώ το ίδιο το ψήφισμα στο σημείο 7 κάνει λόγο για ανάγκη υψηλών κριτηρίων διαφάνειας και αμεροληψίας στη σύνθεση και τη λειτουργία του ειδικού δικαστηρίου στα πρότυπα μάλιστα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου; Υποσκάπτει το ψήφισμα το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο όταν στο σημείο 5 δηλώνει την αμέριστη στήριξη της ΕΕ στην έρευνα που έχει ήδη ξεκινήσει ο εισαγγελέας του και κάνει λόγο για συμπλήρωση της από το ειδικό δικαστήριο όταν αυτό συσταθεί; Οι ερωτήσεις είναι ρητορικές και οι απαντήσεις προφανείς, εκτός αν είσαι ένας από τους τέσσερις ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ,ευρωβουλευτής της Ελληνικής Λύσης ή ακόμα και του ΚΚΕ το οποίο ψήφισε κατά. Άραγε πως αισθάνονται οι ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που συντάχθηκαν και ταυτίστηκαν με την ρητορική και την ψήφο της ακροδεξιάς; Σίγουρα όσοι τους εξέλεξαν δεν θα έπρεπε να νοιώθουν περήφανοι. Το οξύμωρο και το αστείο συνάμα ωστόσο είναι ότι τα λαϊκά δικαστήρια δεν ενοχλούν καθόλου τον ΣΥΡΙΖΑ όταν στοχεύουν ιδεολογικούς αντιπάλους (βλ. νοβαρτις). Τον ενοχλούν επομένως τα νόμιμα ειδικά δικαστήρια όταν στοχεύουν δικτάτορες εγκληματίες πολέμου; Σίγουρα παράλογη στάση. Ελπίζω λόγω αφέλειας και όχι άλλων σκοτεινών παραγόντων.
Πιθανότατα οι ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ως μελετηροί θα διάβασαν το σημείο 13 του ψηφίσματος που αναφέρει τα εξής: «η σύσταση αυτού του ειδικού δικαστηρίου για το έγκλημα της επίθεσης θα στείλει ένα πολύ σαφές μήνυμα τόσο στη ρωσική κοινωνία όσο και στη διεθνή κοινότητα ότι ο Putin και η ρωσική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία μπορούν να καταδικαστούν για το έγκλημα της επίθεσης κατά της Ουκρανίας· η σύσταση του εν λόγω δικαστηρίου θα εκπέμψει, επίσης, σαφές μήνυμα προς την πολιτική και επιχειρηματική ελίτ στη Ρωσία και προς τους συμμάχους της Ρωσίας ότι δεν είναι πλέον εφικτό για τη Ρωσική Ομοσπονδία υπό την ηγεσία του Putin να επανέλθει στη συνήθη τακτική με τη Δύση.» Η σύσταση λοιπόν του ειδικού δικαστηρίου εκτός από ισχυρό μηχανισμό απόδοσης δικαιοσύνης συνιστά και σοβαρό διπλωματικό όπλο στην προσπάθεια επηρεασμού της ρωσικής ολιγαρχίας, των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών και της ρωσικής κοινωνίας συλλήβδην. Η πίεση που ασκείται συνεπώς σε αυτές τις ομάδες εντείνεται και οι πιθανότητες να αντιληφθούν πως ο Ρώσος πρόεδρος αποτελεί πρόβλημα για το μέλλον της ίδιας του της χώρας αυξάνονται. Άλλωστε φαντάζει πιο ρεαλιστική η ανατροπή των δεδομένων και η λήξη του πολέμου μέσα από την ίδια τη Ρωσία. Οι ειρηνόφιλοι ευρωβουλευτές μας δεν αντιλαμβάνονται την απλή αλλά βαρυσήμαντη αυτή λειτουργία ενός μελλοντικού ειδικού δικαστηρίου; Είναι πολιτικά ανόητοι; Αν ναι τότε είναι και επικίνδυνοι.
Όταν φταίνε πάντα οι άλλοι ή σκέψεις σχετικά με την ενδοσκόπηση