Warning: spoilers ahead (προφανώς)
Μετά το Suicide Squad, μια ταινία που περίμενα επί μήνες και η οποία με απογοήτευσε όσο ελάχιστες άλλες, η ανακοίνωση ότι η Harley Quinn θα πρωταγωνιστούσε στη δική της ταινία με βρήκε αρκετά καχύποπτη. Δεν πίστευα ότι ως χαρακτήρας είχε να δώσει κάτι παραπάνω από όσα είχαμε ήδη δει και παρόλο που η Margot Robbie έχει αποδείξει ξανά και ξανά την αξία της ως ηθοποιός, δεν είχε καταφέρει για μένα να δώσει υπόσταση στο ρόλο της Harley. Όταν ωστόσο είδα το τρέιλερ, μου έκανε εντύπωση το πόσο διαφορετική φαινόταν να είναι η προσέγγιση στο χαρακτήρα της σε σχέση με αυτό που είχαμε δει στο Suicide Squad. Αποφάσισα έτσι να δώσω μια ευκαιρία για να δω αν όντως η σκηνοθέτιδα Cathy Yan θα κατάφερνε να δώσει στη Harley την ταινία που πραγματικά της αξίζει.
Η Harley που μας υποδέχεται στα πρώτα λεπτά της ταινίας έχει μόλις χωρίσει με τον Joker (ευτυχώς, δε νομίζω ότι θα άντεχα να ξαναδώ το Jared Leto), μένει πλέον μόνη της σε ένα διαμέρισμα και προσπαθεί να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο όπου δεν προστατεύεται πλέον από το στάτους της ως αγαπημένη του νούμερο ένα evil mastermind της Γκόθαμ. Σε μια προσπάθεια να αποτινάξει από πάνω της το παρελθόν, αλλά και να γνωστοποιήσει το χωρισμό της, η Harley ανατινάζει το εργοστάσιο βιομηχανικών αποβλήτων, όπου στο Suicide Squad είχαμε δει να ανθίζει η αγάπη της με τον Joker. Αυτό δημιουργεί, ωστόσο, ένα βασικό πρόβλημα: πλέον το πεδίο είναι ελεύθερο για οποιονδήποτε την έχει βάλει στο μάτι να προσπαθήσει να πάρει το αίμα του πίσω.
Όπως είναι αναμενόμενο τα άτομα αυτά είναι πολλά, τα δύο βασικότερα ωστόσο, όπως μαθαίνουμε αμέσως μετά, είναι η αστυνομικός Renee Montoya και ο αρχιμαφιόζος Roman Sionis ή Black Mask, τον οποίο υποδύεται ο πάντα εξαιρετικός Ewan McGregor. Μέσα στα επόμενα λεπτά γνωρίζουμε και τους υπόλοιπους βασικούς χαρακτήρες: τη Helena Bertinelli ή Huntress, η οποία αναζητά εκδίκηση για τη δολοφονία της οικογένειάς της και, όπως υποδηλώνει το όνομά της, εξολοθρεύει τα θύματά της χρησιμοποιώντας μια βαλλίστρα, την Cassandra Cain, ένα δεκατριάχρονο κορίτσι που περνά το χρόνο του αδειάζοντας τις τσέπες ανυποψίαστων περαστικών και τέλος, την Dinah Lance ή Black Canary, που βρίσκεται στην υπηρεσία του Sionis και της οποίας η υπέροχη φωνή είναι και το μεγαλύτερο όπλο.
Όλα ξεκινούν όταν η Cassandra, χωρίς να το γνωρίζει, κλέβει ένα διαμάντι στο οποίο είναι εγγεγραμμένος ο κωδικός για το χρηματοκιβώτιο με την περιουσία της οικογένειας Bertinelli. Γίνεται έτσι στόχος του Sionis, ο οποίος εξαπολύει πάνω της δεκάδες πληρωμένους δολοφόνους, αλλά και την ίδια τη Harley, καθώς η μοναδική της ελπίδα να ξεφύγει από τα δόντια του είναι να ανταλλάξει το διαμάντι με τη ζωή της. Ταυτόχρονα, η αστυνομικός Montoya και η Black Canary, καθεμία από τις οποίες έχει αναπτύξει το δικό της συναισθηματικό δέσιμο με το νεαρό κορίτσι, προσπαθούν να την προστατέψουν. Οι δρόμοι των πέντε πρωταγωνιστριών τελικά συναντιώνται και όλες μαζί ενώνουν τις δυνάμεις τους ενάντια στον Sionis.
Αν και σε ορισμένα στοιχεία θυμίζει το Suicide Squad, το Birds of Prey καταφέρνει να τα ενσωματώσει με επιτυχία στο γενικότερο πνεύμα της ταινίας. Για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο μας παρουσιάζονται οι χαρακτήρες, με τα ονόματά τους να εμφανίζονται δίπλα στο πρόσωπό τους μαζί με μερικά σκιτσάκια, εδώ δένει τέλεια με την έντονη χρωματική παλέτα που χρησιμοποιείται. Είναι σαν να βρισκόμαστε μέσα στο μυαλό της Harley, μια αίσθηση που εντείνεται με το μοντάζ της ταινίας, το οποίο, ιδιαίτερα στην αρχή, μας πηγαίνει μπρος πίσω ξανά και ξανά, καθως η Harley προσπαθεί να βρει το κατάλληλο σημείο για να αρχίσει να αφηγείται την ιστορία. Το αποτέλεσμα καταφέρνει να είναι ενδιαφέρον και γεμάτο ένταση, χωρίς ποτέ να καταλήγει υπερβολικά μπερδεμένο.
Η παιχνιδιάρικη αυτή αφήγηση μας συνοδεύει καθ’όλη τη διάρκεια του Birds of Prey δίνοντας στην ταινία ένα ρυθμό καταιγιστικό, ο οποίος εντείνεται από τις εξαιρετικές σκηνές δράσης, αλλά και από στιγμιότυπα που φανερώνουν την ασυνάρτητη, απολαυστική προσωπικότητα της πρωταγωνίστριας. Ήμουν ψυχολογικά προετοιμασμένη για ένα μίνι βιντεοκλίπ όπου η Harley, ως νταρκ Marilyn Monroe τραγουδάει το Diamonds are a girl’s best friend; Σε καμία περίπτωση. Έκανε αυτό το ένα λεπτό την ταινία, αλλά και τη μέρα μου συνολικά, σημαντικά καλύτερη; Χωρίς καμία αμφιβολία.
Η μεγαλύτερη αποκάλυψη ωστόσο στο Birds of Prey είναι, φυσικά, η ίδια η Harley Quinn. Ο χαρακτήρας της αποκτά ζωή και γίνεται για πρώτη φορά τρισδιάστατος. Είναι ακόμα πανέμορφη, απρόβλεπτη, επικίνδυνη. Ταυτόχρονα όμως είναι ένα άτομο με φόβους και ευαισθησίες, που προσπαθεί να προσανατολιστεί σε έναν κόσμο όπου νιώθει χαμένη. Η φιλία που σιγά σιγά αναπτύσσει με την μικρή Cassandra, είναι αξιολάτρευτη, καθώς η Harley συνειδητοποιεί ότι ο χωρισμός με τον Mr J. δε σημαίνει ότι χρειάζεται να αισθάνεται μόνη της. Είναι απολαυστικό να βλέπει κανείς τον χαρακτήρα αυτό μέσα από τη ματιά της σκηνοθέτη Cathy Yan, η οποία κατάφερε εκείνο που απέτυχε να κάνει ο David Ayer με το Suicide Squad. Η Harley Quinn είναι πιο μαγνητική από ποτέ άλλοτε, επειδή ακριβώς δεν προσπαθεί να είναι.
Λέγοντας τα παραπάνω, το Birds of Prey δεν είναι μια ταινία χωρίς ελαττώματα. Οι πρωταγωνίστριες έχουν όλες δικές τους ολοκληρωμένες προσωπικότητες, με την Huntress να έχει κλέψει προσωπικά την καρδιά μου, και η μεταξύ τους χημεία ήταν αρκετά καλά αναπτυγμένη. Ωστόσο, ένιωθα ότι το σε συγκεκριμένες στιγμές το μήνυμα της γυναικείας αλληλεγγύης και ενότητας ενέπιπτε σε κάποια μέινστριμ χολιγουντιανά κλισέ, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι οι σκηνή μάχης με τις πέντε πρωταγωνίστριες ήταν κάτι λιγότερο από εξαιρετική.
Συνολικά, πρόκειται για μια ταινία ξεχωριστή, όχι τόσο ως προς το θέμα και την εκτέλεση, αλλά ως προς αυτό που συμβολίζει. Η γυναικεία οπτική όσον αφορά τη σκηνοθεσία στον κινηματογράφο, και πόσο μάλλον στον μέινστριμ κινηματογράφο, είναι δυστυχώς αρκετά περιορισμένη. Σε αυτό το σημείο να αναφέρω ότι σε καμία περίπτωση δε σημαίνει ότι χαρακτήρες όπως η Harley Quinn δεν μπορούν να αποδοθούν εξαιρετικά από άντρες σκηνοθέτες· αυτό εξάλλου είναι συχνά και ένδειξη του ταλέντου που μπορεί να διαθέτει ένας σκηνοθέτης, η ικανότητά του ακριβώς να αποδώσει χαρακτήρες και καταστάσεις πολύ μακριά από τη δική του εμπειρία. Παρόλα αυτά, δική μας οπτική στον κινηματογράφο, όσον αφορά γυναικείους χαρακτήρες αλλά και γενικότερα, είναι κάτι του οποίου η απουσία είναι αισθητή. Το Birds of Prey είναι μια ελπίδα ότι την Cathy Yan θα ακολουθήσουν και άλλες σκηνοθέτιδες, ότι σταδιακά περνάμε σε μια νέα εποχή για τον κινηματογράφο, όπου περισσότερες από μία φωνές θα μπορούν να ακουστούν και να αφηγηθούν τις ιστορίες τους.
Η Ρωσία στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου