Έχουν περάσει 5 χρόνια από το δραματικό 2015 και την εποχή που η χώρα μας βρέθηκε πιο κοντά από ποτέ στην έξοδο από την Ευρωζώνη και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πριν από 5 χρόνια και όταν η οικονομία βρισκόταν σε πραγματικά εύθραυστη κατάσταση, η προχειρότητα και η μηδενική προετοιμασία των σε πολιτικό επίπεδο υπευθύνων για τους διαπραγματευτικούς χειρισμούς, οδήγησε τη χώρα οριακά στο Grexit, το οποίο από κινδυνολογικό σενάριο ενός μακρινού μέλλοντος έφτασε να μετουσιώνεται, στο τέλος του Ιουνίου του 2015, σε μία πραγματικότητα την οποία ο Έλληνας Πολίτης πρόλαβε να γευτεί, όταν στήθηκε εν μέσω καύσωνα σε μία ουρά έξω από ένα ΑΤΜ της χώρας.
Το Grexit και η επικράτηση του πολιτικού και του κοινωνικού χάους ήταν εξ αρχής αυτοσκοπός και μέρος της προσωπικής (;) πολιτικής ατζέντας για πολλά από τα μέλη της τότε νεοεκλεγείσας κυβέρνησης του Ιανουαρίου του 2015. Προσωπικά, δεν μου είναι πολύ εύκολο να αντιληφθώ το γιατί κάποιος θέλει να εγκαταλείψει τη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια. Ωστόσο, αυτή παραμένει μία θέση (που υποστηρίζεται από μία ευτυχώς, κατά την άποψή μου, μειοψηφία του πολιτικού μας συστήματος). Αυτό όμως που μου φαίνεται πραγματικά αδιανόητο είναι η υιοθέτηση της πεποίθησης του ότι μπορείς να συνεχίσεις να διατηρείς τα οφέλη της συμμετοχής σου στην ΕΕ και παράλληλα να έρχεσαι σε μετωπική ρήξη μαζί της, κατηγορώντας την ανοιχτά για εκβιασμό και παρεμπόδιση της ίδιας της δημοκρατικής διαδικασίας. Με απλά λόγια, η αντίληψη του ότι όλοι μας χρωστούν και οφείλουν να μας βοηθήσουν, χωρίς καμία δική μας υποχρέωση. Οι δεσμεύσεις της κυβέρνησης του Ιανουαρίου του 2015 απέναντι στον ελληνικό λαό, εκτός από σουρεαλιστικές, βασίζονταν και σε αυτή τη σαθρή, ντροπιαστική για τον ίδιο τον ελληνικό λαό, λογική.
Οι κεφαλαιακοί έλεγχοι δεν ήταν το αποτέλεσμα του τρόπου λειτουργίας ενός “κακού” συστήματος. Ήταν το αποτέλεσμα τριών πολύ βασικών χαρακτηριστικών της κυβέρνησης που οικειοποιήθηκε τον τίτλο “πρώτη φορά αριστερά”:
(1) Η λογική του “εμείς VS αυτοί”, σε όλα τα επίπεδα: “οι ψηφοφόροι μας VS οι άλλοι”, “εμείς VS οι Ευρωπαίοι”, “ο ΣΥΡΙΖΑ VS ο οποιοσδήποτε δε συμφωνεί με τον ΣΥΡΙΖΑ”. Όταν το βράδυ της Παρασκευής 26 Ιουνίου του 2015, ο Αλέξης Τσίπρας ετοιμαζόταν να γνωστοποιήσει την απόφασή του για διεξαγωγή δημοψηφίσματος, απευθυνόμενος μέσω διαγγέλματος στον ελληνικό λαό, γνώριζε πως αυτό θα συνεπαγόταν την άμεση επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων. Το “ηθικό” πάτημα στο οποίο όμως στηρίχτηκε για να υποβάλει τη χώρα σε αυτή την οικονομικά επώδυνη εκλογική διαδικασία, αποποιούμενος με αυτό τον τρόπο την ευθύνη που είχε απέναντι στο έθνος που εκπροσωπούσε και μετακυλίοντας την σε αυτό, υπήρξε η αυταπάτη πως οι “δικοί του ψηφοφόροι” δεν είχαν και τρομερές καταθέσεις για να κινδυνεύσουν. Τα capital controls ήταν στο μυαλό του ένα μέτρο που θα επηρέαζε και θα έπληττε τους ψηφοφόρους της αντιπολίτευσης. Έτσι, ταυτίζοντας την αριστερά με τη φτώχεια και κάνοντας πολιτική ένας είδος κοινωνικού μίσους και αδιαφορίας για τον κόπο και την περιουσία αυτού “που έχει”, η πολιτική ηγεσία της χώρας παραιτήθηκε από τη διαπραγμάτευση και προχώρησε στο δημοψήφισμα. Και όσο απαραίτητη είναι η διαφορετική πολιτική άποψη, άλλο τόσο επικίνδυνη είναι η αντίληψη ενός πρωθυπουργού που νιώθει τον εαυτό του σαν πρωθυπουργό των ψηφοφόρων του, και όχι όλων των Πολιτών της χώρας που υπηρετεί.
(2) Η (συν)ύπαρξη ακραίων διαφορετικών συνιστωσών στο ίδιο κόμμα: η προσπάθεια ικανοποίησης των αιτημάτων αυτού που θέλει να επιβάλλει στην ΕΕ τους δικούς του κανόνες, αυτού που ονειρεύεται την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, εκείνου που θέλει να δει ένα Λατινικής Αμερικής τύπου κράτος και αυτού που θέλει να παραμείνει στην Ευρώπη, αυτού που μισεί την αντιπολίτευση, εκείνου που προσπαθεί να τα έχει καλά μαζί της, του ανθρώπου που είναι ακροδεξιός και αυτού που εκπροσωπεί το παλιό πολιτικό σύστημα, όταν μάλιστα εσύ ο ίδιος δεν ξέρεις τί θέλεις, είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Αν αυτή η αποτυχία έχει αντίκτυπο εσωκομματικό, ας έχει. Αν όμως έχει επιπτώσεις στις ζωές 10 εκατομμυρίων Ελλήνων Πολιτών, για τους οποίους η Ευρώπη είχε μάλιστα προ των πυλών έτοιμο σχέδιο για την άμεση βοήθεια που θα χρειάζονταν σε περίπτωση ενός Grexit, τότε πρέπει να αποφασίσεις εάν υπηρετείς το κόμμα σου ή το λαό σου.
(3) Η πλήρης έλλειψη εμπειρίας και γνώσης σε διαπραγματευτικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο: οι συναντήσεις μεταξύ Ευρωπαίων αξιωματούχων και των τότε εκπροσώπων της ελληνικής κυβέρνησης, έχουν στιγματιστεί από το πόσο απροετοίμαστοι για να συζητήσουν για το μέλλον της χώρας τους εμφανίζονταν οι δεύτεροι. Και οι ελάχιστοι που αντιλαμβάνονταν αυτές τις συναντήσεις στην πραγματική τους διάσταση και όχι σαν ευκαιρία για ταξίδι, πηγαίνοντας προετοιμασμένοι και έτοιμοι για δουλειά, αποτελούσαν την κατακρινόμενη από τα μεγαλοστελέχη του κόμματος μειοψηφία. Και αυτό λέει πολλά για το ήθος και για το πόσο τιμάει κανείς το συνομιλητή του αλλά και την ίδια τη διαδικασία.
Το ότι φτάσαμε λοιπόν στην επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων, δεν ήταν ακριβώς και κεραυνός εν αιθρία. Μάλλον ήταν μία αναμενόμενη, ακόμη και για τους Πολίτες, πραγματικότητα. Όλοι φοβόντουσαν μήπως συμβεί (γεγονός που αποδεικνύεται από τις άνευ προηγουμένου εκροές των τραπεζικών καταθέσεων κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2015), αλλά κανείς δεν πίστευε πως όντως θα συνέβαινε. Και αυτό, ακριβώς επειδή είχαμε συνηθίσει να παίζουμε το ρόλο του κυριολεκτικά “φτωχού συγγενή” της ευρωπαϊκής οικογένειας: είχαμε επαναπαυτεί στο γεγονός πως πάντα η Ευρώπη θα μας έσωζε, ακόμη κι όταν η ίδια η πολιτική ηγεσία της χώρας μας εν γνώσει της βοηθούσε για ένα ολόκληρο εξάμηνο την προσπάθεια ρήξης με αυτήν.
Αυτό που μπορούμε και οφείλουμε να κρατήσουμε από την “περιπέτεια” του 2015, είναι η εμπειρία και η μνήμη. Είναι η συνειδητοποίηση του ότι η ψήφος μετράει και μπορεί να καθορίσει την πορεία της ζωής μας. Και γι αυτόν ακριβώς το λόγο, πρέπει να την αντιμετωπίζουμε – τόσο την ίδια την επιλογή μας όσο και την εκλογική διαδικασία – όπως της αρμόζει: σοβαρά.
Όταν φταίνε πάντα οι άλλοι ή σκέψεις σχετικά με την ενδοσκόπηση