Δενείναιπούείσαι.Είναιπούσκέφτεσαι.
-Ν.Ανδρουλάκης.
Γύρω στα τέλη του Αυγούστου, περνούσαν τα μερόνυχτά τους σε μια μικρή πόλη του γαλλικού νότου. Δεν πάει καιρός απ’ όταν επέστρεψαν οι δυο τους στην Ευρώπη, γι’ αυτό αποφάσισαν ύστερα από τόσους μήνες ταξιδεύοντας, να μείνουν για λίγο καιρό κάπου επαρχιακά. Μάθανε να ξυπνάνε με τον ήλιο – ούτε και θυμάται πια πότε ήταν η τελευταία φορά που έβαλε ξυπνητήρι. Και με τους δικούς τους καιρό έχουν να επικοινωνήσουν, το σκεφτόταν σήμερα το πρωί που σηκώθηκε.
Τα καλοκαιρινά πρωινά είναι γλυκά, το σκέφτεται συχνά κι η ανατολή το επιβεβαιώνει. Κάθε αυγή, έξω έχει δροσιά, φοράει πάντα ένα πουκάμισο για να βγει στη βεράντα. Σήμερα φόρεσε το γαλάζιο της φουστάνι κι αφού έπλεξε τα μαλλιά της, πήρε το ποδήλατο και κατέβηκε στην πόλη. Ήθελε να πεταχτεί μέχρι το ταχυδρομείο για τις καρτ-ποστάλ που ήθελαν να στείλουν στους φίλους τους˙ έχουν μαζέψει από Μεξικό, Εκουαδόρ, Περού, Βολιβία… Τις προηγούμενες πρόλαβαν να τις στείλουν πριν φύγουν απ’ το Τόκιο, αλλά μ’ αυτές σα να ξεχάστηκαν. Δεν πειράζει, τώρα θα στείλει και φωτογραφίες μαζί. Στην επιστροφή, σταμάτησε και στον φούρνο να πάρει λίγα κρουασάν που τους έχει αδυναμία. Πάντα έλεγε πως ταιριάζουν γάντι με τον πρωινό καφέ! Η φουρνάρισσα της χάρισε και δυο παραπάνω. Η πόλη μικρή, τους είχαν μάθει πια σχεδόν όλοι μιας κι ήταν οι μόνοι ξένοι.
Αφού γύρισε, τον βρήκε στην κουζίνα. Το δωμάτιο μύριζε φρεσκοψημένο καφέ κι εκείνος έστυβε πορτοκαλάδα. Τον πλησίασε αργά, τον αγκάλιασε, τον φίλησε στο σβέρκο. Άλλη μια στιγμή που άφησε το αποτύπωμά της στον χρόνο. Ύστερα κάθισαν στη βεράντα, οι δυο τους, ο καφές και τα κρουασάν. Άπλωσε τα πόδια της ψηλά πάνω στο τραπέζι και για μια στιγμή έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω κι έλυσε τα μαλλιά της. Ανασηκώθηκε και χάζευε γύρω. Ίσως αργότερα πήγαινε να ασχοληθεί με τον κήπο. Μπορεί το σπίτι να μην ήταν δίκιο τους, μα οι ιδιοκτήτες ήταν φίλοι και είχαν το ελεύθερο να μείνουν όσο χρειαστεί, όσο θελήσουν. Δευτερόλεπτα αργότερα γύρισε και τον κοίταξε ενώ το βλέμμα του ήταν ήδη απλωμένο πάνω της. Της χαμογέλασε. Έπιασε πίσω τα μαλλιά του και συνέχισε αυτό που έκανε στο laptop του. Εκείνη έπιασε το βιβλίο της. Ωραία η άνεση ανάμεσα στη σιωπή των δύο.
Πριν το μεσημεριανό θα έπαιρνε πάλι τη φωτογραφική της μαμάς της, να γνωρίσει ο φακός το ειδυλλιακό τοπίο της γαλλικής υπαίθρου. Τον είχε ήδη συστήσει στο εξοχικό που έμεναν και το περιβόλι με τα εσπεριδοειδή. Σειρά είχε η πόλη κι ό,τι βλέπει κανείς απ’ τον επαρχιακό δρόμο: Απέραντες αγροτικές εκτάσεις και φιγούρες που δουλεύουν τη γη, να ξαποσταίνουν καθιστές στο χώμα κάτω από προχειροστημένες τέντες. Τα σταφύλια έχουν την τιμητική τους αυτή την εποχή. Τα βρίσκεις σε αφθονία στην κυριακάτικη αγορά, απ’ όπου αγόρασαν τις προάλλες ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν με τα ποδήλατα στο σπίτι. Σήμερα το απόγευμα θα πήγαιναν πάλι οι δυο τους να πάρουν κάτι λίγα ακόμη απ’ το παντοπωλείο γιατί απόψε θα τραπέζωναν τους γείτονες.Ήταν ένα φιλικό, ηλικιωμένο ζευγάρι που τους φίλεψε κάμποσα τσαμπιά σταφύλια. Εεελοιπόν τους κάλεσαν για φαγητό να ανταποδώσουν τη χάρη, να κάνουν παρέα, να έχουν και λίγο κόσμο στο σπίτι. Δηλαδή, ευτυχώς που το ζευγάρι μιλούσε αγγλικά, γιατίτα γαλλικά της ήταν σκουριασμένα ενώ εκείνος δεν τα μιλούσε καν.
Καθόντουσαν στο ίδιο τραπέζι μέχρι που πήγε αργά. Οι τέσσερείς τους απολάμβαναν ντόπιο κρασί. Το ηλικιωμένο ζευγάρι απολάμβανε να διηγείται ιστορίες που ‘χε ζήσει σε μέρη που δεν σου γεμίζουν το μάτι. Ζούσαν ξανά τα περασμένα μέσα απ’ τις διηγήσεις τους. Το νεαρό μας ζευγάρι απολάμβανε τη ζωντάνια, χαιρόταν που ζούσε την ιστορία κάποιων άλλων. Κάποιων ξένων. Κι ένιωθαν άνετα, γιατί οι καλεσμένοι τους τούς χάρισαν την ασφάλεια που χρειάζονταν. Μια επιβεβαίωση, μικρή έστω, πως ίσως κι αυτοί όταν πάνε εβδομήντα πλας να είναι τόσο ζωντανοί και τόσο όμορφοι. Πως ίσως να είναι ακόμα μαζί κι ερωτευμένοι. Πως ίσως θα έχουν μαζέψει άλλες τόσες ιστορίες να λένε σε τέτοια καλοκαιρινά τραπέζια.
Πριν πέσουν για ύπνο, της χάρισε έναν χορό.
Όταν φταίνε πάντα οι άλλοι ή σκέψεις σχετικά με την ενδοσκόπηση