Κορίτσια που έγιναν γυναίκες. Γυναίκες που έγιναν κορίτσια. Κορίτσια που παρέμειναν κορίτσια.
Από ωάριο κορίτσι. Από κορίτσι γυναίκα. Από γυναίκα κορίτσι. Από κορίτσι αγόρι. Κι από αγόρι ξανά γυναίκα.
Σώματα που σπάνε για να φέρουν μέσα απ’ τον θάνατό τους τη ζωή. Θραύσματα γυναικών που η καθεμιά τους τα κληροδοτεί στην επόμενη. Ήχοι από λεκάνες που ράγισαν και από μήτρες που σκίστηκαν στα δυο. Ένα μωσαϊκό θρυμματισμένων θηλυκών που εμείς ποδοπατάμε καθημερινά. Νεκρά μέλη απορροφούν τους κραδασμούς των βημάτων μας- κι εμείς χορεύουμε ανελέητα πάνω σ’ αυτά τα τσακισμένα κορμιά. Υπόκωφες φωνές κράζουν για να ακουστούν- κι εμείς αυξάνουμε λίγο περισσότερο την ένταση του ήχου της τηλεόρασης.
Μέσα στην κουζίνα η γιαγιά φιλετάρει το δεξί της μπράτσο- έχει άλλωστε να ταΐσει και δύο αρσενικά. Γέρικοι μύες σοτάρονται στον πάτο της κατσαρόλας. Τους σβήνει με τα δάκρυά της. Τους βράζει μες στο αίμα της. Κοκκινιστό ετοιμάζει και σήμερα- μόνο που ξέχασε πάλι την κανέλα. Μες στην αιματηρή τρικυμία των 100 βαθμών κελσίου καθρεφτίζεται η φλεγόμενη μορφή της. Στα πύρινα υγρά αντικρύζει όλα τα πτώματα του παρελθόντος της. Ο νεκρός παππούς μου της χαμογελάει όπως τότε- με εκείνο το χαρακτηριστικό του μειδίαμα. Ο πατέρας της τής απολογείται για τους εφιάλτες που της χάρισε. Η μητέρα της κάνει να της πιάσει το χέρι- μ’ ένα συγκαταβατικό βλέμμα αποχωρεί. Από τον πυθμένα φτάνει στ’ αυτιά της το κλάμα ενός μωρού. Του μωρού που σκότωσε. Του μωρού που οι άλλοι την ανάγκασαν να πνίξει- κρίμα θα ήταν να γεννούσε ξανά κορίτσι. Τα υγρά που τρέχουν από το πρόσωπό της το πνίγουν ξανά. Τα θύματά της χάνονται μες στην κοχλάζουσα σάλτσα κι εκείνη πετσοκόβει τώρα και το αριστερό της μπράτσο. Ελπίζει να εξαγνιστεί. Μέχρι τότε θα έχει σίγουρα ξεψαχνιστεί.
Κοιτάει το κορμί της και προγραμματίζει τα γεύματα των επόμενων ημερών- δεν της απομένουν και πολλές. Αδύναμα κόκαλα τρυπούν το ελάχιστό της δέρμα. Όργανα- ζωτικής και μη σημασίας- τουρτουρίζουν στην κατάψυξη προκειμένου να βγάλουμε έναν ακόμη χειμώνα. Τα άκρα της μας χαιρετούν από το τζάμι του φούρνου. Σε λίγα χρόνια θα ρουφάμε το μεδούλι της. Παρατηρώ τη μαμά μου. Διακρίνω κιόλας κάποια μπαλώματα στους μηρούς της. Γενναίοι ιστοί προσπαθούν να καλύψουν το κενό μήπως και μας προσφέρουν παραπάνω φαγητό. Η συνταγή είναι η ίδια. Η παράδοση αιώνια. 100 γραμμάρια ψαχνό τις καθημερινές και 250 τις αργίες- ακριβά καθορισμένες δοσολογίες εγγεγραμμένες στο γενετικό υλικό κάθε θηλυκού. «Έλα βρε μανούλα! Μην πεθάνεις ακόμα. Αντέχεις! Έχεις τόσα να μας προσφέρεις!». Ανθρωποφάγος είναι κι αυτή- όμοια μ’ εμάς. Μία ακόμη κανίβαλος, που πρόκειται, όμως, να θυσιαστεί. Παρακαλεί το ήδη υπάρχον θύμα να συνεχίσει να μας θρέφει. Καθυστερεί το πεπρωμένο της φυλάσσοντας μικρές ποσότητες κρέατος της δικής της μητέρας στη συντήρηση. Η σφαγή της κοντοζυγώνει- το ξέρει. Σύντομα θα ξαπλώσει κι η ίδια- όπως άλλες τόσες γυναίκες πριν από εκείνη- πάνω στο ξύλο κοπής και με το ελεύθερό της χέρι θα τεμαχίσει την περιττή της σάρκα. Η διαδικασία θα επαναλαμβάνεται μέχρις ότου να εξασφαλιστεί η διαδοχή- μέχρις ότου να βρεθεί το επόμενο σφάγιο.
Από μικρή την προετοίμαζαν να μαγειρέψει μες στα σωθικά της λίγη ζωή και περίσσιο θάνατο. Ένας πνιγμένος- από το αίμα των προκατόχων του- τσελεμεντές τής φύλασσε τις δοσολογίες της δικής της θυσίας. Στις σελίδες του αναγνωρίζει τα άλικα υγρά των γυναικών που προετοίμασαν τον ερχομό της. Σ’ αυτές υπογράφει τώρα κι η ίδια. Φύλλα ενός γενεαλογικού δέντρου που ορίστηκαν από τον θάνατο. Τον θάνατο έφερε μέσα της κι εκείνη κι όχι τον Δία.
Όταν φταίνε πάντα οι άλλοι ή σκέψεις σχετικά με την ενδοσκόπηση