Έχουν περάσει 3 εβδομάδες από την ημέρα που τα ελληνοτουρκικά σύνορα μετατράπηκαν ξαφνικά σε πραγματικό πεδίο μάχης, έπειτα από τη μετακίνηση προσφύγων και μεταναστών σε αυτά, με την παρότρυνση της τουρκικής κυβέρνησης. Σε μία προσπάθεια άσκησης πίεσης στη χώρα και στην Ευρώπη, το τουρκικό κράτος κατάφερε εν τέλει να δημιουργήσει εστίες ανθρώπων σε όλο το μήκος της τουρκικής όμως πλευράς της συνοριογραμμής, καθώς η ελληνική απάντηση ήταν ξεκάθαρη και αυστηρή.
Στη διάρκεια αυτών των εβδομάδων η τουρκική προκλητικότητα αποτέλεσε καθημερινό, αδιάκοπο φαινόμενο. Οι ελληνικές δυνάμεις κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν αιφνίδιους πετροπολέμους, ρίψη χημικών και δακρυγόνων, καταστροφές στο φράχτη, φυλάσσοντας παράλληλα κάθε πέρασμα της συνοριογραμμής. Το έργο του στρατού, των Ενόπλων Δυνάμεων, των ΜΑΤ και όλων των άλλων σωμάτων που έσπευσαν στα σύνορα, υποστηρίχθηκε από την πρώτη στιγμή από τους κατοίκους των περιοχών του Έβρου, που βοήθησαν στην προσπάθεια φύλαξης των συνόρων με κάθε τρόπο – από τη διάθεση των αγροτικών οχημάτων τους για το φωτισμό των συνόρων κατά τη διάρκεια της νύχτας μέχρι τη συλλογή ειδών πρώτης ανάγκης ή την προσφορά ενός πιάτου φαγητού. Πέρα από τις επιχειρήσεις φύλαξης των συνόρων από τις δυνάμεις ασφαλείας, τα μέτρα που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση και η, έστω και καθυστερημένη, στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έδρασαν εξισορροπητικά στην αντιμετώπιση της κατάστασης.
Ελπίδα όλων είναι πως η κρίση φτάνει στο τέλος της, μετά και από την ανακοίνωση της γείτονος για κλείσιμο των συνόρων, λόγω κορονοϊού, τα μεσάνυχτα της Τετάρτης. Τα όσα εξακολουθούν όμως να συμβαίνουν δείχνουν πως η κατάσταση παραμένει κρίσιμη, ενώ η δημιουργία επεισοδίων και αναστάτωσης φαίνεται να επιδιώκεται. Το απόγευμα της Τετάρτης, μία ομάδα 500 περίπου ανθρώπων προσπάθησε να περάσει σε ελληνικό έδαφος, κοντά στις Καστανιές. Το απόγευμα της Πέμπτης ξεκίνησε ένας νέος κύκλος επεισοδίων με ρίψη χημικών και η απάντηση ήρθε από την “αύρα” της Ελληνικής Αστυνομίας και από παρέμβαση των δυνάμεων της Frontex. Και αυτά είναι μόνο τα τελευταία γεγονότα, τα οποία φτάνουν σε εμάς, εν μέσω μιας άλλης πραγματικά τεράστιας κρίσης που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Η κατάσταση στον Έβρο δεν εξομαλύνεται. Είναι μία συνεχής μάχη, την οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν οι δυνάμεις ασφαλείας, σε καιρούς πολύ δύσκολους. Σε καιρούς που κάνουν διπλά δύσκολο το έργο τους, και διπλό το “ευχαριστώ” που η κοινωνία μας τους οφείλει.
Θεωρώντας δεδομένη την αφοσίωση στο καθήκον και την ετοιμότητα της ελληνικής αστυνομίας, της συνοριοφυλακής και των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, πρέπει να θεωρήσουμε ως επίσης δεδομένο, το ότι η επιτυχής έκβαση των επιχειρήσεων και η αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης, δε θα μπορούσαν να αποτελούν πραγματικότητα εάν δεν υποστηρίζονταν ουσιαστικά από πολιτική βούληση και σχέδιο. Όταν ένα γειτονικό κράτος αποφασίζει να “σπρώξει” χιλιάδες ανθρώπους στα σύνορά σου, καμία απόφαση δεν μπορεί να είναι εύκολη σε μία δημοκρατία. Η παραβίαση των συνόρων δεν μπορεί να είναι αποδεκτή στο πολίτευμά μας, όπως ούτε και η εργαλειοποίηση του ανθρώπινου πόνου, ή η χρήση του ως αντεπιχείρημα στη φύλαξή τους. Σε μία δημοκρατία που δέχεται μία τέτοια απειλή, οι πολιτικές δυνάμεις της, οφείλουν να κινούνται σε κοινή γραμμή, να μη διχάζουν. Και σε καμία περίπτωση, δεν είναι η κατάλληλη ώρα για μικροπολιτικά παιχνίδια – υπάρχει αρκετός χρόνος γι αυτά στις συνεδριάσεις της Βουλής. Δεν είναι η κατάλληλη ώρα, όχι τώρα.
Όταν φταίνε πάντα οι άλλοι ή σκέψεις σχετικά με την ενδοσκόπηση