Του Ιωάννη Χουντή, Συμβούλου Πολιτικής και υπ. Διδάκτορα Ιστορίας (Aberdeen)
Είναι δύσκολο να κάνεις προβλέψεις, ειδικά για το μέλλον. Πόσο μάλλον για την πολιτική. Μολαταύτα, ας πάρουμε ως υπόθεση εργασίας για τις προεδρικές εκλογές στην Γαλλία το πιθανότερο σενάριο: ο Εμμανουέλ Μακρόν επικρατεί της Μαρίν Λε Πεν και επανεκλέγεται πρόεδρος. Ένα ερώτημα που φαίνεται να μην έχει απασχολήσει αρκετούς είναι τι θα συμβεί στις επόμενες εκλογές, το 2027. Και αν κάποιος απαντήσει πως αυτές είναι μακριά, ας θυμηθούμε πως φθάσαμε από το 2017 στο 2022 και την αγωνία που επικρατεί αυτές τις ημέρες στην Ευρώπη.
Τα δύο ερωτήματα είναι επί της ουσίας αλληλένδετα, αν όχι το ένα και το αυτό. Διότι μπορεί και αυτή τη φορά η παρουσία του Προέδρου Μακρόν να απομακρύνει τη Λε Πεν από την προεδρία, αλλά αν δεν αλλάξουν οι ριζικές αιτίες που προκάλεσαν το φαινόμενο της ανόδου της, τότε στις επόμενες εκλογές δεν είναι εγγυημένη η επανάληψη της Ιστορίας όπως το 2017 και το 2022.
Το πρώτο δεδομένο είναι πως όχι μόνο η Λε Πεν κατέγραψε στις περισσότερες μετρήσεις καλύτερη απόδοση στο ντιμπέιτ από το 2017 -παρά το mots de bois και από τις δύο πλευρές- αλλά και πως μάλλον θα κατακτήσει μεγαλύτερο εκλογικό ποσοστό την ερχόμενη Κυριακή. Αυτό σημαίνει πως οι μετοχές της αυξήθηκαν ιδιαίτερα την τελευταία πενταετία. Και τούτη η ενίσχυση προέκυψε παρά την παρουσία ενός ακόμη υποψηφίου στα δεξιά της, του Ερίκ Ζεμούρ. Φυσικά, η παρουσία του τελευταίου έκανε τη Λε Πεν να μοιάζει πιο μετριοπαθής. Από μεριάς της, η παραδοσιακή κεντροδεξιά των Ρεπουμπλικάνων εξολοθρεύτηκε και πλέον αποτελεί μία μη υπολογίσιμη πολιτική δύναμη.
Το δεύτερο στοιχείο αφορά την ταύτιση ορισμένων ψηφοφόρων του Ζαν Λυκ Μελανσόν, δηλαδή της αριστεράς με την Λε Πεν. Η βάση της συμφωνίας αυτής της «ανίερης» συμμαχίας φαίνεται να είναι η οικονομία και οι πολιτικές που προτείνουν οι δύο υποψήφιοι απέναντι στην φιλελεύθερη ατζέντα του Μακρόν. Εδώ προκύπτει ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό και εκρηκτικό μείγμα απογοήτευσης, έλξης από τον λαϊκισμό και ριζοσπαστικοποίησης ενός σεβαστού μέρους της γαλλικής κοινωνίας, ειδικά στα χαμηλά και χαμηλά-μεσαία στρώματα. Το μεγάλο στοίχημα της επόμενης προεδρίας του Μακρόν, αν επανεκλεγεί, θα είναι, αναντίλεκτα, η άμβλυνση των ανισοτήτων και η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών αυτών των κοινωνικών ομάδων. Σε διαφορετική περίπτωση, η ριζοσπαστικοποίησή τους είναι δυνατόν να συνεχιστεί και να οδηγήσει σε απρόβλεπτες πολιτικές συμπεριφορές.
Το τελευταίο ζήτημα αφορά το μέλλον. Ο Μακρόν δεν στηρίζεται σε ένα παραδοσιακό πολιτικό κόμμα, παρά την ύπαρξη διαφόρων δελφίνων. Δεν υπάρχουν ακόμη δομές. Από την άλλη, η Λε Πεν δεν βρίσκεται σε μία ηλικία που της καθιστά απαγορευτικό να προσπαθήσει εκ νέου σε πέντε χρόνια. Επομένως, περισσότερο από το πρόσωπα, αυτό που πρέπει να αλλάξει στην Γαλλία είναι η αντιμετώπιση πιεστικών προβλημάτων, όπως η σχέση με τις άλλες χώρες εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η μετανάστευση και η οικονομική διαχείριση ζεόντων προβλημάτων, όπως αυτό του συνταξιοδοτικού συστήματος. Το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα της Γαλλίας εξεμέτρησε και επίσημα το ζην κατά τον πρώτο γύρο των φετινών προεδρικών εκλογών. Τα δύο πάλαι ποτέ μεγάλα κόμματα δεν υπάρχουν πια. Η μία πλευρά φαίνεται κατειλημμένη από την Λε Πεν. Η άλλη κατακερματισμένη και αμήχανη στο ενδεχόμενο να πρέπει να βρει ξανά τον νέο Μακρόν σε πέντε χρόνια.
Εν ολίγοις, την Κυριακή στη Γαλλία ολοκληρώνεται μία πολιτική φάση και ξεκινά μία νέα, αβέβαιη περίοδος. Το που θα οδηγήσει θα αρχίσει να αποκρυσταλλώνεται τους επόμενους μήνες.
Του Ιωάννη Χουντή, Συμβούλου Πολιτικής και υπ. Διδάκτορα Ιστορίας (Aberdeen)
Ο Φονταμενταλισμός καλά κρατεί