Βρισκόμουν στη θάλασσα όταν πρωτοάκουσα τη μουσική του Ερμή. Μελωδίες γνωστές και άγνωστες, επεξεργασμένες με τέτοιο τρόπο που ταξιδεύεις χωρίς προορισμό. Συγκερασμός συναισθημάτων, συγκίνηση και νοσταλγία, χωρίς αντικείμενο. Γύρισα στο σπίτι και αφού κατέβασα τις playlists του στο Spotify, τον ακολούθησα στο πολύχρωμο λογαριασμό του στο Instagram.
«Μεγαλώνοντας ως ένα εσωστρεφές παιδί ανέπτυξα τη μουσική σα μέσο έκφρασης και επικοινωνίας και το χρώμα σαν ένα τρόπο να οπτικοποιώ και να αρχειοθετώ τη μουσική μου. Είναι κάτι που μου βγαίνει ασυναίσθητα πια. Τα πρώτα μου albums όπως και το studio που διαμόρφωσα στο ίδιο χρονικό πλαίσιο έχουν χρώματα απαλά, διότι αισθανόμουν την ανάγκη να ηρεμήσω και να ανατρέξω σε παιδικές ανέμελες αναμνήσεις. Όπως και τα πράγματα στη ζωή μου, τα χρώματα αυτά μπορεί να είναι πολύ διαφορετικά στο μέλλον.»
Από τότε, λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2019, μέχρι και σήμερα, η μουσική του συνοδεύει κάθε μέρα μου. Ένα βράδυ που έπινα μια ωραία μαλαγουζιά στην αγαπημένη μου κάβα, έτυχε να τον συναντήσω. Έμαθα ότι μοιραζόμαστε την ίδια αγάπη για τη θάλασσα, μπορούμε να κάτσουμε να τη χαζεύουμε ώρες ολόκληρες.
«Θυμάμαι τον εαυτό μου να επιστρέφει στην Ελλάδα χειμώνα ή καλοκαίρι, να βουτά στη θάλασσα και να μπαίνει κάτω από το νερό για να μην ακούσει κανείς το γέλιο του. Λατρεύω τη θάλασσα, με ηρεμεί, με εμπνέει και με ταξιδεύει. Στη θάλασσα έχω παίξει, έχω ερωτευτεί, έχω τρέξει για καταφύγιο σε δύσκολες στιγμές και έχω πάρει τις σημαντικότερες αποφάσεις της ζωής μου. Ένα από τα μεγαλύτερα προνόμια που αισθάνομαι πως έχω τα τελευταία δύο χρόνια, είναι το γεγονός πως μπορώ να τη χαζεύω κάθε μέρα και να παρακολουθώ τις εποχές να αλλάζουν και να αφήνουν τα χρώματά τους πάνω της.»
Όπως αυθόρμητη είναι η σχέση του με τη φύση, έτσι και οι αυθόρμητες στιγμές αποτελούν έμπνευσή του.
«Έμπνευση αντλώ από απλές, καθημερινές στιγμές καθώς και από ιστορίες που αναζητώ ή που φτάνουν απρόσκλητες στα αυτιά μου. Η μουσική είναι ο τρόπος μου να να καρφιτσώνω αυτές τις στιγμές και ιστορίες για πάντα στις αναμνήσεις μου. Ξέρω πως σε μια θέα, κουβέντα ή εμπειρία κρύβονται πολλά που δε μπορώ να δω, γι’ αυτό και όταν βρίσκομαι στο στούντιό μου πηγαίνω στο πιάνο και αφήνω εκείνο να μου τα δείξει.»
Λίγες μέρες μετά τη γνωριμία μας, δημοσίευσε το κομμάτι 42, την Αμερικάνα όπως θα το βρείτε στην IGTV του λογαριασμού του. Μέχρι και τώρα δεν μπορώ να αναγνωρίσω τι είναι αυτό που με συγκινεί τόσο πολύ, όχι στην ιστορία που αφηγείται, αλλά στο ίδιο το κομμάτι.
«Στο κομμάτι 42, ο Peter, αυτοαποκαλούμενος ρομαντικός loner, έρχεται ένα πρωί δίπλα μου και με ρωτά αν μπορεί να καθίσει μαζί μου ακόμα και αν δεν ανταλλάζαμε κουβέντα. Γιατί, μου εξήγησε, τον ενοχλούσαν οι φωνές και τα debate της κλασικής του παρέας και ήθελε να χαζέψει τη θάλασσα με ησυχία όπως και εγώ. Όχι μόνο κουβεντιάσαμε, αλλά μου αφηγήθηκε και την ιστορία της ‘Αμερικάνας’ και το πως ένας καλοκαιρινός του έρωτας στα νησιά της Ελλάδας τον πήγε για 42 χρόνια στην Αμερική. Κατέληξε στο πως η ομορφιά της ζωής είναι που δεν ξέρουμε τι θα γίνει αύριο.»
Στο δίσκο Blue, στο κομμάτι σύννεφο ακούγεται ένα «γειά σου ρε Ερμή» και ποτήρια να τσουγκρίζουν. Μετά μια μουσική που σε γεμίζει αναμνήσεις – από στιγμές που ίσως να μην θυμόσουν ξανά ότι υπήρξαν.
«Το σύννεφο ξεκινάει με τον παππού μου, Ανδρέα. Του ζήτησα να με βοηθήσει γράφοντας ένα ποίημα για το κομμάτι. Συνήθως κοιμάται στις 8 με 9. Θυμάμαι να μου τηλεφωνεί επί μέρες τα μεσάνυχτα για να μοιραστεί τους πρώτους στίχους ή τους προβληματισμούς του ό,τι πιθανώς να βγει πολύ μελαγχολικό. Έχουμε περισσότερα κοινά από ότι νόμιζα. Εν τέλει, κράτησα μια αυθόρμητη κουβέντα μας που σημαίνει τα περισσότερα για μένα καθώς και τον αγαπημένο μου στίχο του ποιήματος:
Το όνειρο ήταν σύννεφο στον ουρανό,
δυνάμωσε τ’αγέρι, το σκόρπισε κι αυτό.»
Ιστορίες και μουσική που μας κάνουν να δημιουργούμε εικόνες προσώπων που δεν έχουμε γνωρίσει και καταστάσεων που δεν έχουμε ζήσει, που ίσως αυτό να γεννά τα συναισθήματα – το πόσο πολύ θα θέλαμε να τις είχαμε ζήσει. Κάτι σαν τις σκηνές από τις αγαπημένες μας ταινίες.
«Ως έφηβος, έπαιζα κρουστά σε μία θεατρική ομάδα. Στις πρόβες υπήρχε συνήθως ένα πιάνο και σπάνια κάποιος να παίξει. Έτσι -και για να ντύσω κάποιες σκηνές- ξεκίνησα να το εξερευνώ και να συνθέτω. Έκτοτε, η μουσική για εμένα εξυπηρετεί την αποτύπωση μιας εικόνας, ανάμνησης ή ιστορίας, γι’ αυτό και τη θεωρώ αυτοβιογραφική και συνεπώς, κινηματογραφική.»
Αν κλείσουμε τα μάτια και ακούσουμε τις μελωδίες του, μπορούμε να τις φανταστούμε – εγώ, τουλάχιστον- να πλαισιώνουν παλιές ελληνικές ταινίες. Ή και εικόνες από την Ελλάδα εκείνης της εποχής.
«Μου άρεσε ο ρομαντισμός και ο ρυθμός εκείνης της εποχής. Το να σκέφτεσαι τον ωραιότερο τρόπο και τη μελωδικότερη μουσική για να επικοινωνήσεις τα συναισθήματά σου. Βρίσκω γενναιότητα στο ρομαντισμό, στο να μπορεί κανείς να αναγνωρίσει και να εκφράσει όσα αισθάνεται και να καταφέρνει να εκτιμά κάθε εμπειρία χωρίς να βιάζεται να την προσπεράσει. Όμως, από τη στιγμή που επέλεξα να ασχοληθώ με τη μουσική δεν έχω αισθανθεί πως θα ήθελα να ήμουν πουθενά αλλού, κάνοντας οτιδήποτε άλλο.»
Έχω τη συνήθεια κάθε τι ρομαντικό να το συνδέω με εποχές παλιές, λες και η νοσταλγία είναι χρόνου παρελθοντικού, ξεχνώντας έτσι, ότι η νοσταλγία παράγει έμπνευση για να δημιουργήσουμε όλες τις στιγμές που ονειρευόμαστε να ζήσουμε, στο παρόν και στο μέλλον μας.
«Κάποια πρωινά ξυπνάω και εύχομαι να είχα γράψει τη μουσική για την τελευταία ταινία της Δήμητρας Μπαμπαδήμα, τα ‘Άκρα’. Αν δεν την έχετε δει, τη συνιστώ. Λατρεύω την αισθητική της και θέλω πολύ να συνεργαστούμε. Πολύ θα ήθελα επίσης να ντύσω μια μεγάλη ιστορία όπως αυτές του Τάσου Μπουλμέτη, με μία συγκινητική μελωδία. Το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να μου κάνει κάποιος είναι να γίνει ή να μου δώσει δικαιολογία να συνθέσω. Οπότε ανυπομονώ να ακούσω και να ντύσω την επόμενη, καλή ιστορία από όπου και αν αυτή έρθει.»
Η Ρωσία στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου