του Νικόλα Χρονόπουλου*
Μήπως το μυστικό για μια επιτυχημένη «μικρή» ταινία είναι δυο ισορροπημένοι, συνειδητοποιημένοι ηθοποιοί κι ένα παλιό αυτοκίνητο; Μια «μικρή» κριτική για τα μαγνητικά πεδία (2021).
Σάββατο βράδυ. Συνήθως τα Σάββατα είναι για βόλτες σε μπαράκια και εξωτικά στενά, για δείπνα με φίλους σε διαμερίσματα του κέντρου ή εξοδο για σινεμά και θέατρο. Το προηγούμενο Σάββατο όμως, για λόγους άγνωστους και άκρως προσωπικούς, όλοι κάτσαμε σπίτια μας.
Βάζω ένα ποτηράκι λευκό κρασί, βγάζω μαξιλάρες στο μπαλκόνι και αποφασίζω να μπω Cinobo. Νούμερο ένα προορισμός για παλίες, νέες, σπάνιες και κλασσικές ταινιές (το παρόν κείμενο δεν αποτελεί διαφήμιση με χρηματοδότηση, απλά το αγαπώ). Μου βγάζει τα “Μαγνητικά Πεδία” του 2021, σε σκηνοθεσία Γιώργου Γούση.
Το βλεπω και όσο το βλέπω έχω ήδη αρχίσει να κρατώ σημειώσεις. Λοιπόν, ας ξεκαθαρίσουμε πρώτα κατι. Δεν είμαι πολύ φαν του Χόλλυγουντ και δεν πιστεύω , ότι για να γίνει μια ταινία μαγική χρειάζεται ένα μεγάλο κάστ, εντυπωσιακά εφέ και δραματική μουσική. Αυτή η ταινία είναι η απόδειξη.
Καταχάς, ας μιλήσουμε για το καστ. Αν είστε σαν και εμένα, που ξεχνάω συνέχεια ονόματα καλλιτεχών, τραγουδιστών, σκηνοθετών, μουσικών, εξηγώ
Ελενα Τοπαλίδου. Έχει αποδείξει οτι μπορεί να χορέψει εδώ και χρόνια και τελευταία με το “Ο παγοπώλης έρχεται” στο θέατρο και τα “Μαγνητικά Πεδία” στο σινεμά, απέδειξε περίτρανα, ότι είναι ηθοποιός και μάλιστα μοναδική. Τον Αντώνη Τσιτσιόπουλο, τον έχετε πετύχει σίγουρα στο θέατρο και πιο πρόσφατα στον “Κωλόκαιρο” και παλιότερα στα “ Ματωμένα χώματα”. Το 2021 λοιπόν, μαζί με την Έλενα Τοπαλίδου και τον Γιώργο Γούση αποφάσισαν να φτιάξουν μια “μικρή ταινία” με μεγάλο βάθος.
Η κάμερα, που μερικές φορές τρεμοπαίζει ή θολώνει αλα Γκασπάρ, τα χρώματα, ο φωτισμός, η αισθητική, σου θυμίζουν κάλτ ταινία των 90s. Σε έναν ομιχλώδη, σουρρεάλ κόσμο, υπάρχει η Έλενα, που με το παλιό της σύντροφο τον Ζωρζ (αυτοκίνητο), περιπλανιέται στις επαρχιακές οδούς, έχοντας πει ψέματα στον σύζυγό της, χωρίς σκοπό αλλά με αιτία. Ο Αντώνης με τα λείψανα μιας θείας, επιχειρεί να πάει στον τόπο καταγωγής της, για να την θάψει. Το αυτοκίνητό του χαλάει, η Έλενα τον περιμαζεύει και όλα αρχίζουν.
Ο αυτοσχεδιασμός κυριαρχεί. Τόσο φυσικά όμως και με τέτοια αληθοφάνεια και προσοχή, που οι διάλογοι φαντάζουν σαν να προέρχονται από το πιο λεπτομερώς επιμελημένο σενάριο. Είναι ένα ομαδικό παιχνίδι που περιλαμβάνει αυτό το μοναδικό ζεύγος ηθοποιών, που έδωσαν άλλη διάσταση στο φυσικό, ανεπιτήδευτο παίξιμο. Ειδικά η Έλενα, για εμένα προσωπικά, υπήρξε αποκάλυψη. Μισή μαγικό παιδί και μισή ανθρώπινο ξωτικό, αερικό μάλλον, ντυμένη με ένα βαρύ, μαύρο παλτό, βγάζει μια μοναδική αθωότητα, όπως κάποιος που βλέπει για πρώτη φορά τον εαυτό του στον καθρέφτη ή κάνει έναν καινούριο φίλο. Αυτά ακριβώς κάνει και ο χαρακτήρας της. Είναι μια γυναίκα που προσπαθεί να ανακαλύψει ποιά είναι και τι θέλει από τον εαυτό της και τους άλλους.
Η Έλενα Τοπαλίδου δεν υποδύεται, είναι ο ρόλος. Έχει βγάλει από μέσα της ότι αναγνωρίζει από τον εαυτό της, στον ρόλο και μας το προσφέρει γυμνό, καλυμμένο με σεμνότητα και συστολή, παιδικότητα και διακριτικότητα. Ως άλλος Οδυσσέας σε μια αντίστροφη Οδύσσεια, φεύγει από την Ιθάκη και πάει να ζήσει το ταξίδι και όπου τη βγάλει. Θέλει να ζήσει. Κάποιες φορές μάλιστα, όταν η ζωή είναι πεζή ή όχι όπως την περιμένει , βάζει μαύρα γυαλία, όχι για να κρυφτεί, αλλά για να μπορέσει να τη κοιτάξει κατάματα. Ο σύντροφος αυτού του θηλυκού Οδυσσέα, ο Αντώνης, χαμένος και αυτός στα δικά του προβλήματα, ενώ στην επιφάνεια φαίνεται να σώζεται απο αυτόν, αποτελεί το έναυσμα για ένα νέο ταξίδι ή για την ολοκλήρωσή του.
Δεν λέμε άλλα. Όλοι τρέξτε σε θερινά και στο Cinobo και δείτε αυτό το μικρό αριστούργημα. Έλενα, Αντώνη, Γιώργο ευχαριστούμε!
*του Νικόλα Χρονόπουλου, φοιτητή Ιστορίας της Τέχνης
Η Ρωσία στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου