Η συνάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, με τον Τούρκο Πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έλαβε χώρα χθες στην Κωνσταντινούπολη, στη σκιά της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Η ανάγκη για σύμπλευση στην Ανατολική Μεσόγειο είναι μεγαλύτερη από ποτέ και αντανακλάται στον έκτακτο χαρακτήρα της συνάντησης των δύο ηγετών, καθώς το ΝΑ τμήμα της βορειοατλαντικής συμμαχίας μπορεί να εγγυηθεί τη σταθερότητα στην περιοχή.
Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε σε κλίμα καλής γειτονίας, και το αποτέλεσμα καταγράφηκε και από τις δύο πλευρές ως θετικό. Αν και τόσο ο Έλληνας Πρωθυπουργός όσο και ο Τούρκος Πρόεδρος μίλησαν για διαφορές οι οποίες δεν μπορούν να επιλυθούν από τη μια στιγμή στην άλλη, συμφώνησαν πως προέχει η συνεργασία των δύο χωρών, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να μιλάει χαρακτηριστικά για την ανάγκη οικοδόμησης “θετικής ατζέντας”. Ο Έλληνας Πρωθυπουργός τόνισε πως αυτό που πρέπει να απασχολεί Ελλάδα και Τουρκία είναι τα τραγικά γεγονότα που συμβαίνουν στην Ουκρανία.
Η στάση της Τουρκίας απέναντι στη ρωσική εισβολή
Η έως τώρα στάση της Τουρκίας απέναντι στα γεγονότα των τελευταίων 2 και πλέον εβδομάδων, χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια διατήρησης “ίσων αποστάσεων”. Ενώ αρχικά η γείτονα καταδίκασε τη ρωσική εισβολή διά στόματος Ερντογάν αλλά και τουρκικού ΥΠΕΞ, έγινε αντιληπτό πολύ γρήγορα το παζάρι στο οποίο θέλησε να επιδοθεί. Απορρίπτοντας τη σύνταξη με την ΕΕ και το μέτωπο των κυρώσεων που άμεσα η ένωση επέβαλε, ξεκινώντας ένα επικοινωνιακό παιχνίδι σε σχέση με την απαγόρευση διέλευσης ρωσικών πλοίων από τα Στενά του Βοσπόρου (τα οποία και έκλεισε αφού πρώτα ο ρωσικός στόλος είχε προλάβει να περάσει στη Μαύρη Θάλασσα, επιστρέφοντας υποτίθεται στη βάση του), η γείτονα αναζήτησε έναν “διπλωματικό” ρόλο σε αυτόν τον άνευ προηγουμένου πόλεμο. Με τη διεξαγωγή των (άκαρπων) συζητήσεων Κουλέμπα – Λαβρόφ, ΥΠΕΞ Ουκρανίας και Ρωσίας αντίστοιχα, την προηγούμενη εβδομάδα στην Αττάλεια, φαίνεται πως κατάφερε να τον αναλάβει.
Κρεμλίνο – Άγκυρα: παράλληλες γραμμές;
Με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας των επαρχιών του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ από τον Βλαντιμίρ Πούτιν, αναπόφευκτα ξύπνησαν μνήμες από την κατάληψη της Βόρειας Κύπρου κατά την τουρκική εισβολή. Η αρχική καταδίκη της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας των επαρχιών από τον Τούρκο Πρόεδρο φάνηκε τουλάχιστον αντιφατική με τις πράξεις του, καθώς η ανακήρυξη Πούτιν ταυτίζεται με το καθεστώς που η τουρκική ηγεσία ενισχύει στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου.
Παράλληλα, έγινε γνωστή η αναφορά του Ρώσου ΥΠΕΞ στη “Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου”, ενώ τα διαγγέλματα Πούτιν ταυτίστηκαν σε σημεία με την τουρκική ρητορική. Η αναφορά στο παρελθόν, σε πρώην σύνορα, σε “ιστορικά λάθη” – καθώς ο Πούτιν θεωρεί την Ουκρανία ένα τέτοιο λάθος της Σοβιετικής Ένωσης -, ακούγονται πολύ οικεία. Τα “ιστορικά λάθη” του Κεμάλ και τα σύνορα της πρώην Οθωμανικής αυτοκρατορίας, φάνηκαν πολύ δελεαστικά για τον Τούρκο Πρόεδρο, ο οποίος δεν άργησε να αναφέρει το ότι “εδάφη ευρωπαϊκών χωρών ήταν δικά μας τμήματα μέχρι τις αρχές του περασμένου αιώνα”.
Οι κινήσεις αυτές όμως διαβάστηκαν ως προσπάθειες χωρίς περιεχόμενο. Εξ άλλου, η Ελλάδα και η Ουκρανία είναι δύο πολύ διαφορετικές περιπτώσεις, αφού η χώρα μας αποτελεί κυρίαρχο κράτος-μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, και παράλληλα έχει αναβαθμίσει εξαιρετικά την οικονομική, διπλωματική και στρατιωτική της θέση, ως και οφείλει, ούσα μία σύγχρονη Δημοκρατία σε κομβική γεωστρατηγική θέση.
Με τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν να ολοκληρώνεται σε θετικό κλίμα και με τη σημερινή συνάντηση του Τούρκου Προέδρου με τον Γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς, φαίνεται πως οι ελπίδες για επικείμενη στροφή της Τουρκίας προς τους δυτικούς της συμμάχους σε μία προσπάθεια “επανασύνδεσης” μετά από τις κορώνες αναθεωρητισμού, είναι βάσιμες.
Όταν φταίνε πάντα οι άλλοι ή σκέψεις σχετικά με την ενδοσκόπηση