Τα πάρκα “τσέπης” του Δήμου Αθηναίων αναφέρθηκαν πρόσφατα στο site του World Economic Forum, ως παράδειγμα καλής πρακτικής στην κατεύθυνση της προσπάθειας της βιωσιμότητας (sustainability) των πόλεων. Οι γωνιές πρασίνου έχουν ξεκινήσει να διαμορφώνονται σε μέχρι πρότινος αναξιοποίητους χώρους, με σκοπό τη δημιουργία ενός δικτύου πάρκων στις γειτονιές της πόλης.
Το πρόβλημα του χώρου, η έλλειψη πρασίνου και η περιβαλλοντική μόλυνση είναι εδώ και δεκαετίες καθημερινά βιώματα των κατοίκων της πρωτεύουσας, αλλά και παγκόσμια θέματα προς επίλυση που έχουν τεθεί στο πλαίσιο του προγράμματος του ΟΗΕ για την ανάπτυξη (United Nations Development Programme). Όπως προβλέπεται, έως το 2050 περισσότερα από 6.5 δισεκατομμύρια άνθρωποι θα ζουν σε πόλεις – πραγματικότητα μη βιώσιμη εάν αυτές δε γίνουν πιο πράσινες, πιο καθαρές και πιο φιλικές για τους κατοίκους τους.
Στο πλαίσιο του 11ου στόχου του UNDP, “Sustainable cities and communities” (“βιώσιμες πόλεις και κοινότητες”), έχουν καθοριστεί επιμέρους παράμετροι και συγκεκριμένοι δείκτες που μετρούν την πρόοδο που κάνουν οι διάφορες χώρες προς την επίτευξή αυτού. Η μετατροπή των πόλεων σε βιώσιμες ισοδυναμεί με τον εκσυγχρονισμό των ΜΜΜ, τη δημιουργία δημόσιων χώρων πρασίνου, την καλύτερη διαχείριση του διαθέσιμου χώρου και τη βελτίωση του αστικού τοπίου.
Αν και τα δεδομένα που έχουν συλλεχθεί μέχρι στιγμής δε μας επιτρέπουν να αποφανθούμε για την πορεία όλων των δεικτών, η μέτρηση της αστικής ατμοσφαιρικήςρύπανσης που αποτελεί έναν από αυτούς, μας δίνει σήμερα σημαντικές πληροφορίες. Η Ελλάδα βρίσκεται σε συγκριτικά καλύτερη θέση από αρκετές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν το 2016 η συγκέντρωση ρυπογόνων σωματιδίων στον αέρα είχε μετρηθεί ίση με 11.3 μg ανά κυβικό μέτρο, τιμή χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, τότε ίσο με 14.4 μg ανά κυβικό μέτρο. Πρωταθλήτριες στη χαμηλή ατμοσφαιρική ρύπανση στην Ευρώπη ήταν το ίδιο έτος η Πορτογαλία και η Ισπανία, με 9.49 και 9.96 μg ανά κυβικό μέτρο αντίστοιχα, ενώ το όριο που έχει θεσπιστεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας είναι τα 10 μg ανά κυβικό μέτρο.
Ο δείκτης που θέτει θεωρητικά την Ελλάδα σε σχετικά καλή θέση, αποτυπώνει ωστόσο ένα μέσο όρο, τη μέση ατμοσφαιρική ρύπανση στη χώρα. Στην Αθήνα συγκεκριμένα, εάν λάβουμε υπόψιν τη μητροπολιτική περιοχή αλλά και τα προάστια, ο δείκτης αυτός το 2019 μετρήθηκε στα 22.3 μg ανά κυβικό μέτρο, συγκέντρωση που κατέταξε την πρωτεύουσα των περισσότερων των 3 εκατομμυρίων κατοίκων στην κατηγορία των πόλεων με μέτρια ατμοσφαιρική ρύπανση. Αξίζει να σημειωθεί πως στη Μαδρίτη των περισσότερων των 6.5 εκατομμυρίων, το ίδιο έτος η συγκέντρωση των ρυπογόνων σωματιδίων μετρήθηκε ίση με 9.2 μg ανά κυβικό μέτρο. Σε αυτό το ιστορικό χαμηλό γιατην ισπανική πρωτεύουσα έχει παίξει καθοριστικό ρόλο το γεγονός πως σήμερα αποτελεί την πιο πράσινη πρωτεύουσα της Ευρώπης.
Η Αθήνα είδε τον πληθυσμό της να αυξάνεται ραγδαία μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, μετατρέποντάς τη σήμερα σε αυτό που κάποιοι αποκαλούν τσιμεντούπολη και άλλοι σύγχρονο αστικό τοπίο. Ανεξαρτήτως αισθητικής, η πραγματικότητα είναι πως η πόλη γνώρισε μία κατασκευαστική έξαρση τις δεκαετίες που ακολούθησαν, ούτως ώστε να γίνει εφικτή η στέγαση του συνεχώς αυξανόμενου πληθυσμού της. Ο ελεύθερος και ο πράσινος χώρος δεν υπήρξαν ποτέ προτεραιότητες, ενώ η άναρχη, εκτός σχεδίου δόμηση αποτέλεσε τον οδηγό του σχεδίου αστικοποίησης της πρωτεύουσας.
Έτσι, η Αθήνα έχει φτάσει σήμερα να αναζητά ανάσες πρασίνου, με τα πάρκα “τσέπης” να αποτελούν έναν πρακτικό τρόπο αντιμετώπισης των υψηλών θερμοκρασιών που έχει συνηθίσει η πόλη κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, αλλά και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε τοπικό επίπεδο.
Όταν φταίνε πάντα οι άλλοι ή σκέψεις σχετικά με την ενδοσκόπηση