Η είδηση πως Σύριοι μισθοφόροι μαχητές συνδράμουν ήδη το ρωσικό στρατό στα πολεμικά μέτωπα στην Ουκρανία κάνει το γύρο του κόσμου εδώ και μερικές ημέρες. Η Συρία εξάλλου συγκαταλέγεται και στην πολύ σύντομη λίστα των μόλις 5 χωρών που, εκτός της ίδιας της Ρωσίας, καταψήφισαν την πρόταση του ΟΗΕ για καταδίκη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία (οι υπόλοιπες 3 είναι η Λευκορωσία, η Βόρειος Κορέα και η Ερυθραία).
Η σχέση Ρωσίας – Συρίας βρίσκεται πολύ συχνά στο μικροσκόπιο των πολιτικών αναλυτών. Τα πολιτικά και στρατιωτικά συμφέροντα των δύο χωρών τις συνδέουν αδιαμφισβήτητα, ο πραγματικός συνδετικός τους κρίκος ωστόσο δεν είναι άλλος από τους αυταρχικούς τους ηγέτες, που εδώ και χρόνια τις κυβερνούν. Και ακριβώς επειδή η έκφραση της αυτοδιάθεσης των λαών τους θα συνεπαγόταν τη δική τους απόσυρση από το προσκήνιο, κάνουν τα πάντα για να παραμείνουν σε αυτό – υποστηρίζοντας φυσικά ο ένας τον άλλον.
Ήδη από το 2011, το καθεστώς Άσαντ στοχοποίησε Σύριους πολίτες που συμμετείχαν στις πρώτες διαδηλώσεις της συριακής επανάστασης κατά της κυβέρνησης και υποστήριζαν την αντιπολίτευση. Οι πολίτες που προσπάθησαν με αυτόν τον τρόπο να καταγγείλουν τη διακυβέρνηση της χώρας τους από τον Μπασάρ Αλ Άσαντ – πρόεδρο της Συρίας από το 2000 και διάδοχο του πατέρα του -, βρέθηκαν άμεσα στο στόχαστρό του. Η κατάσταση κλιμακώθηκε πολύ γρήγορα, με γειτονιές να βρίσκονται στο επίκεντρο επιθέσεων του συριακού στρατού, ανθρώπους να βασανίζονται και να δολοφονούνται, σχολεία να βομβαρδίζονται, μετατρέποντας έτσι τη χώρα σε μία ατέλειωτη εμπόλεμη ζώνη, και δίνοντας παράλληλα την ευκαιρία σε ακραίες ισλαμιστικές οργανώσεις να εμπλακούν σε αυτό που πλέον είχε εξελιχθεί σε εμφύλιο πόλεμο. Ενώ το σφυροκόπημα συνεχιζόταν, οι ζωές εκατομμυρίων πολιτών βρίσκονταν κυριολεκτικά εν μέσω διασταυρούμενων πυρών. Η συριακή επανάσταση, ως μία προσπάθεια έκφρασης της αυτοδιάθεσης του συριακού λαού και της απαίτησης για αλλαγή, είχε καταπνιγεί.
Η στάση του Κρεμλίνου σε σχέση με ένα από τα πιο δραματικά γεγονότα του συριακού εμφυλίου ήταν αποκαλυπτική για τις ρωσοσυριακές σχέσεις. Στις 21 Αυγούστου του 2013 εικόνες από την επίθεση του καθεστώτος Άσαντ με χημικά όπλα σε προάστιο της Δαμασκού έκαναν το γύρο του κόσμου. Η συριακή κυβέρνηση είχε χρησιμοποιήσει απαγορευμένα χημικά όπλα κατά του ίδιου του συριακού λαού, δολοφονώντας 1400 αμάχους, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν τουλάχιστον 400 παιδιά.
Η χρήση χημικών όπλων είχε χαρακτηριστεί από τους δυτικούς ηγέτες ως “κόκκινη γραμμή”, με τον τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ, Barack Obama, να προειδοποιεί τον Σύριο ομόλογό του για τεράστιες κυρώσεις στην περίπτωση που την παραβεί. Όπως καταγράφει η Samantha Power – πρώην Αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στον ΟΗΕ κατά τη δεύτερη θητεία του Προέδρου Obama – στο βιβλίο της “The Education of an Idealist”, η Ρωσία είχε μία πολύ διαφορετική άποψη για τα όσα συνέβαιναν στη Συρία. Αποτελώντας το 1 από τα 5 μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Ρωσία είχε το δικαίωμα άσκησης βέτο στα ψηφίσματα του Οργανισμού, το οποίο και εκμεταλλεύτηκε 3 φορές, απαγορεύοντας με αυτόν τον τρόπο την άσκηση κάθε είδους κυρώσεων στη συριακή κυβέρνηση, αλλά ακόμη και τη διατύπωση ανακοίνωσης από τον ΟΗΕ για τις μαζικές δολοφονίες της κυβέρνησης Άσαντ στη Δαμασκό. Ο ΟΗΕ βρέθηκε δέσμιος των νομικών δικλείδων ασφαλείας του, με το Κρεμλίνο να κρατάει τα κλειδιά.
Παρά το γεγονός πως το Κρεμλίνο τότε δεν αρνήθηκε τη χρήση απαγορευμένων χημικών όπλων, έκανε τα πάντα για να μην ασκηθούν κυρώσεις στον εμπορικό του εταίρο. Υποστηρίζοντας πως, παρά τα αδιάσειστα στοιχεία, η επίθεση ήταν έργο της αντιπολίτευσης, η Ρωσία συνέχισε το εμπόριο όπλων αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων με το συριακό στρατό.
Οι Σύριοι μισθοφόροι θα μπορούσαν να αποτελούν “επιστροφή χάρης” της προστασίας του καθεστώτος Άσαντ, όταν αυτό διέπραττε εγκλήματα κατά του συριακού λαού με τη χρήση χημικών όπλων; Μετά από χρόνια ανοχής της προκλητικής στάσης των εκπροσώπων της Ρωσίας στους διεθνείς οργανισμούς, οι ηγέτες θα μπορούσαν να έχουν προβλέψει τις εξελίξεις; Η Αντιπρόσωπος Power πάντως καταγράφει ήδη από το 2013 το στόχο που είχε θέσει ο Βλαντιμίρ Πούτιν για την “αποκατάσταση του μεγαλείου της Ρωσίας”.
Όταν φταίνε πάντα οι άλλοι ή σκέψεις σχετικά με την ενδοσκόπηση