Σε πρόσφατο άρθρο της Washington Post παρουσιάζονται τα τελευταία δραματικά στοιχεία για την κλιματική αλλαγή και για τα επικίνδυνα μονοπάτια στα οποία οδηγείται ο πλανήτης μας εξαιτίας των προβληματικών μακρόχρονων επιλογών μας σε σχέση με το περιβάλλον. Ήδη από τον τίτλο προϊδεάζεται κανείς για τα σοκαριστικά δεδομένα που θα διαβάσει, καθώς καταγράφεται πως οι πάγοι στη Γροιλανδία λιώνουν σήμερα με το γρηγορότερο ρυθμό των τελευταίων 12.000 ετών. Οι προβλέψεις είναι δυσοίωνες, καθώς ο τρόπος με τον οποίο καταναλώνουμε μπορεί να οδηγήσει έως το 2100 τους πάγους στη συρρικνωμένη κατάσταση στην οποία βρίσκονταν κατά την πιο θερμή εποχή που έχει γνωρίσει ποτέ ο πλανήτης.
Οι συνέπειες μιας τέτοιας πραγματικότητας θα ήταν εφιαλτικές. Τεράστιες ποσότητες νερού θα απελευθερώνονταν στους ωκεανούς ανεβάζοντας τη στάθμη των υδάτων, μία απειλή, που είναι ήδη ρεαλιστική για παράκτιες πόλεις σε όλο τον κόσμο. Παράλληλα, τα θαλάσσια ρεύματα θα διαταράσσονταν, με ανυπολόγιστα αποτελέσματα για το θαλάσσιο κόσμο, αλλά και για την ίδια τη ζωή και τη δραστηριότητα του ανθρώπου. Όπως σε μία αλυσιδωτή αντίδραση, το ένα μετά το άλλο τα οικοσυστήματα θα διαταράσσονταν και κάθε πρόβλημα θα οδηγούσε σε ένα επόμενο. Με βάση μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό nature, για να αποφευχθούν τα χειρότερα, πρέπει άμεσα και σε παγκόσμια κλίμακα να περιορίσουμε σημαντικά τις εκπομπές των αερίων που συμβάλλουν στην επιδείνωση του φαινομένου του θερμοκηπίου. Δεν αρκούν πλέον συμβιβαστικές λύσεις και ο χρόνος δεν είναι σύμμαχος μας, όσο επιμένουμε να αγγίζουμε την κορυφή μόνο του παγόβουνου – όσο υπάρχει ακόμη κι αυτό. Πλέον έχουμε να διαλέξουμε ανάμεσα στο κέρδος και στη διάσωση του πλανήτη που μας φιλοξενεί.
Και ενώ έχουν γίνει σημαντικά βήματα για την αναστροφή της κλιματικής αλλαγής και για τον περιορισμό των επιβαρυντικών ανθρώπινων για το περιβάλλον ενεργειών, τα δεδομένα επιμένουν να παρουσιάζουν άσχημες προβλέψεις. Το θέμα είναι πως τα δεδομένα δε λένε ψέματα. Η εξήγηση αυτού του φαινομενικού αδιέξοδου δεν μπορεί συνεπώς παρά να είναι το ότι μάλλον δεν κάνουμε αρκετά ή δεν φροντίζουμε να εφαρμόζουμε τα όσα αποφασίζουμε. Παράλληλα, η κατάσταση δεν μπορεί να αναστραφεί από τη μία ημέρα στην άλλη, ειδικά έπειτα από την ανελέητη και ασταμάτητη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της Γης από τον άνθρωπο.
Ωστόσο, αυτή τη στιγμή έχουμε κάποια σημαντικά “βέλη” στη φαρέτρα μας για τη διάσωση του πλανήτη και την αναστροφή της κλιματικής αλλαγής, σε επίπεδο συμφωνιών και στοχοθεσίας, τα οποία και πρέπει να εξασφαλίσουμε να εφαρμοστούν κρατικά αλλά και διεθνώς.
Paris Climate Agreement – Η συμφωνία των Παρισίων
Αποτελεί τη βασική, διακρατική σε διεθνές επίπεδο συμφωνία, την οποία οι χώρες έχουν υπογράψει για την κοινή προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Τέθηκε σε ισχύ επισήμως το Νοέμβριο του 2016 και με αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύεται για την αύξηση της διεθνούς χρηματοδοτικής της συνεισφοράς για το κλίμα στα 100 δις ευρώ ετησίως, απόφαση επικυρωμένη από το Ευρωκοινοβούλιο. Έχει υπογραφεί και από τα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία επίσης δεσμεύονται για την άμεση μείωση των ατμοσφαιρικών τους ρύπων. Οι κυβερνήσεις έχουν συμφωνήσει στην εκπόνηση εθνικού σχεδίου αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, ενώ ενθαρρύνονται οι προσπάθειες και σε επίπεδο δήμων, περιφερειών και αυτόνομων διοικητικά περιοχών. Ενδεικτικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δεσμευτεί για μείωση των λεγομένων αερίων του θερμοκηπίου, σε ποσοστό τουλάχιστον 40% έως το 2030. Ένας ακόμη βασικός στόχος της συμφωνίας των Παρισίων είναι η διατήρηση της θερμοκρασίας του πλανήτη στα τωρινά επίπεδα, με ανώτατο όριο την αύξηση κατά πολύ 2°C τα επόμενα χρόνια. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και ο ΟΗΕ συνεδριάζουν τακτικά για την παρακολούθηση των επιμέρους στόχων και για απολογισμό των ενεργειών τους προς την κατεύθυνση της επίτευξής τους.
Από τη συμφωνία των Παρισίων έγιναν αισθητές διά της απουσίας τους οι ΗΠΑ, αφού έπειτα από την απόφαση του Προέδρου Trump, η χώρα αποχώρησε από αυτήν επισήμως το Νοέμβριο του 2019. Η χώρα, μαζί με τη Σαουδική Αραβία είναι οι δύο χώρες που απέχουν σήμερα από τη συμφωνία. Η Ρωσία, η οποία συμπλήρωνε την τριάδα αποχής, υπέγραψε το 2019.
“A race we can win”
Η γενική συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών του 2019, έλαβε χώρα στη Νέα Υόρκη στα τέλη του Σεπτεμβρίου του έτους και ήταν μία σύνοδος αφιερωμένη στην κλιματική αλλαγή. Με σύνθημα το “a race we can win”, οι ηγέτες του κόσμου συναντήθηκαν για να συζητήσουν τα επίκαιρα περιβαλλοντικά θέματα και να ενημερωθούν για τις πρωτοβουλίες που πρέπει να υιοθετήσουν, ούτως ώστε να αντεπεξέλθουν στις σύγχρονες περιβαλλοντικές προκλήσεις. Με περιορισμένα μέσα και με αντίπαλό τους το χρόνο, οι κυβερνήσεις έχουν ήδη αργήσει να λάβουν σημαντικές αποφάσεις.
Το πρόγραμμα του νεοεκλεγέντα Προέδρου Joe Biden για το περιβάλλον
Ο Πρόεδρος Trump κατέφθασε το 2016 στο Λευκό Οίκο με μία απογοητευτική περιβαλλοντική ατζέντα, την οποία δε διεύρυνε κατά τη διάρκεια της θητείας του, με αποκορύφωμα την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία των Παρισίων. Αρνητής της κλιματικής αλλαγής, αμφισβήτησε επανειλημμένως τα επιστημονικά δεδομένα για το κλίμα και το περιβάλλον, υποβιβάζοντάς το από προτεραιότητα σε ψιλά γράμματα. Την ίδια στιγμή, οι ΗΠΑ παραμένουν ο δεύτερος μεγαλύτερος ρυπαντής του πλανήτη, καθώς το 2018 ευθύνονταν για το 15% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2).
Στην μετεκλογική περίοδο των ΗΠΑ και δεδομένου του αποτελέσματος, μπορούμε να είμαστε λίγο πιο αισιόδοξοι για το δρόμο που αναμένεται να πάρουν τα πράγματα, σε σχέση με τις αποφάσεις του “μεγάλου ρυπαντή”. Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Joe Biden παρουσίασε προεκλογικά το φιλόδοξο πρόγραμμά του για το περιβάλλον, “το Biden plan για μία επανάσταση καθαρής ενέργειας και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης”, ένα σύγχρονο “Green New Deal”. Με βάση επιστημονικά δεδομένα, ο τρόπος με τον οποίο θα λειτουργήσουμε τα επόμενα 12 χρόνια είναι καθοριστικός για το μέλλον του πλανήτη, και ο Biden υπογραμμίζοντας την εμπιστοσύνη του στην επιστήμη σε αντίθεση με τον Πρόεδρο Trump, μίλησε για νέα δραστικά μέτρα “για την κλιματική αλλαγή, το αμερικανικό έθνος και τη Γη”. Εξάλλου, η περιβαλλοντική πολιτική των ΗΠΑ μας αφορά άμεσα, καθώς εκ των πραγμάτων έχει αντίκτυπο εκτός των συνόρων τους και σε παγκόσμιο επίπεδο. Έτσι, το επιτελείο Biden έχει ως στόχο:
– την επένδυση 1.7 τρις $ στο “μέλλον”, εντός των ΗΠΑ: καινούριες θέσεις εργασίας σε “πράσινα” επαγγέλματα, στην ενεργειακή ανανέωση πόλεων, στην ανάπτυξη της τεχνολογίας, στις ανανεώσιμες και τις πράσινες πηγές ενέργειας
– την επίτευξη μιας 100% καθαρής ενεργειακά οικονομίας για τις ΗΠΑ, δηλαδή την ολοκληρωτική ανεξαρτητοποίηση της οικονομίας από το πετρέλαιο
– συγκεκριμένες επενδύσεις για την έρευνα, την επιστήμη και την τεχνολογία (την τεχνολογία “του άνθρακα”- carbon tech): παράλληλα, στόχος είναι να εξαχθεί και στις υπόλοιπες χώρες η τεχνογνωσία που θα αποκτηθεί, ούτως ώστε να καταφέρει το κάθε κράτος να επιτύχει τους εθνικούς περιβαλλοντικούς στόχους του, και κατ’ επέκταση τους παγκόσμιους.
Εκτός των άλλων, ο Joe Biden έχει δεσμευθεί για την επανένταξη των ΗΠΑ στη συμφωνία των Παρισίων, την πρώτη κιόλας ημέρα που θα αναλάβει και επίσημα τα καθήκοντα του Προέδρου, ενώ έχει κάνει γνωστές τις προθέσεις του για ένα διπλωματικό μαραθώνιο που θα “τρέξει” το επιτελείο του, ούτως ώστε να καλύψει το χαμένο έδαφος με όλες τις χώρες και τη δουλειά επί των περιβαλλοντικών στόχων. Σκοπός είναι και η επανέναρξη των διπλωματικών διεργασιών με την Κίνα, το μεγαλύτερο ρυπαντή του πλανήτη για το 2018, με ευθύνη για το 28% των παγκόσμιων ρύπων CO2. Έτσι, με την περιβαλλοντική ατζέντα Biden, φαίνεται πως οι ΗΠΑ διεκδικούν και πάλι ηγετικό ρόλο στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Αυτό που αξίζει να κρατήσουμε στην περίπτωση της Κίνας είναι ο τρόπος με τον οποίο ρυπαίνει: ενώ οι ρύποι ανά κάτοικο είναι αισθητά μικρότεροι από το ποσοστό που αντιστοιχεί στον Ευρωπαίο και τον Βορειοαμερικανό πολίτη, η Κίνα παραμένει πρώτη σε ρύπους ως κράτος. Αυτό το στοιχείο είναι ενδεικτικό τόσο του χαμηλότερου βιοτικού επιπέδου του μέσου Κινέζου σε σχέση με τους κατοίκους της Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής, αλλά κυρίως και του τρόπου λειτουργίας της βιομηχανίας και της παραγωγής στην Κίνα. Η κινεζική βιομηχανία ζημιώνει το περιβάλλον πολύ σοβαρά. Ο τρόπος παραγωγής πρέπει να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της εποχής, και μέσω αυστηρών κανονισμών να γίνει πιο “πράσινος”.
Όταν φταίνε πάντα οι άλλοι ή σκέψεις σχετικά με την ενδοσκόπηση