Σίγουρα το “Tenet,‘‘ είναι μια Νολαν-ική ταινία. Ταξίδι στο χρόνο, υπαρξισμός και μπερδεμένα story lines, τα οποία μετά κόπων και βασάνων — για τους πρωταγωνιστές, ξεμπλέκονται. Οι ταινίες του Βρετανού δημιουργού βρίθουν σημασιολογίας και ο Νόλαν ως ένας modern day Πλάτωνας του κινηματογράφου, μοιράζει αλληγορίες ολούθε.
Το “Τenet” ήταν η ταινία που όλοι περιμέναμε μανιωδώς, ο ίδιος ο Νόλαν έφαγε πολλέςήττες στην προσπάθεια του να παιχτεί η ταινία, στους κινηματογράφους. Τελικά τα κατάφερε, κάνοντας την, την ταινία πάνω στην οποία όλοι έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους. Για εμάς τους moviegoers είναι η πρώτη μας εμπειρία πίσω στις αίθουσες, για τις αίθουσες οι πρώτες τους εισπράξεις και για τις εταιρείες παραγωγής μια ανάσα ανακούφισης μετά από μια δύσκολη περιόδο.
Το build up της ταινίας ήταν μεγάλο, το cast εξίσου καλό. Η πανύψηλη, υπερταλαντούχα Elizabeth Debicki, η οποία ταιριάζει γάντι σε τέτοιους ρόλους ( βλέπε The Night Manager και το Widows του Steve McQueen), Michael Caine, Aaron Taylor Johnson, Dimple Kampadia, Kenneth Branagh και τέλος οι πρωταγωνιστές, έτσι όπως όντως αποκαλούνται στην ταινία, Robert Pattinson και ο φανταστικός John David Washington.
Εαν μου ζητήσουν να εξηγήσω την ταινία καταγράμμα, αρχή μεχρί τέλος, θα πω “Pardon me, give me a second.‘‘ Ψέματα δεν θα πω, είναι μια καλό γυρισμένη ταινία, με όμορφα χρώματα, φυσικά γυρισμένα με μαθηματική ακρίβεια από τον Hoyte Van Hoytema, στένο συνεργάτη του Nolan. Η δράση της βρίσκει τρόπο να σε συνεπάρει, αλλά κάπου εκεί στην υπερβολική της φιλοδοξία, η ταινία χάνεται και γίνεται μια μπερδεμένη και περιπλοκή κατάσταση που σε φέρνει σε απόγνωση. Ο Νόλαν μέσα από το “Tenet,‘‘ μια επιφανειακά κατασκοπική ταινία, θέλει να περάσει σίγουρα κάποια μηνύματα. Ίσως για το πόσο ο καθένας μας, ως μονάδα, είναι υπεύθυνος για το μέλλον και πως η κάθε πράξη μας είναι κομμάτι ενός μεγάλου puzzle.
Puzzle ναι, έτσι θα χαρακτήριζα την ταινία. Με λίγα λόγια ο πρωταγωνιστής μας τα βάζει με τον χρόνο, αφού προσπαθεί ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ να τον αναστρέψει μετά την εμφάνιση never seen before πυρηνικών όπλων που έχουν ως σκοπό τον αφανισμό του κόσμου. Ο John David Washington τα βάζει στ’αλήθεια με ένα real life Αρμαγέδδων. Η ταινία συμπλεγματική στο περιοχόμενο της μπορεί να αφήσει το κοινό, ακόμα και μετά το πέρας της, σε ενα never ending loop of thought, που όλο και πιο πολύ δυσκολεύει.
Ναι, ο Nolan, θέλει να περάσει ένα μήνυμα. Ορθώς χρησιμοποιεί τη φυσική και την επιστήμη ως σύμμαχους του, όμως ο ίδιος δεν μπαίνει καν στον κόπο να εξηγήσει το λόγο, ή να βάλει σε μια σειρά όλες τις πληροφορίες που μας αραδιάζει μέσα στα 150 λεπτά της ταινίας. Υπήρχαν σκηνές στις οποίες ο handler του κύριου πρωταγωνιστή, Neil ( Robert Pattinson), συνέχως εξηγούσε κάτι και εσυ προσευχόσουν καλύτερα να άκουγες τον Kenneth Branagh να κάνει μια στερεοτυπική Ρώσικη προφορά για όλη την ταινία, παρά να έβλεπες τον χαρακτήρα του Pattinson να εξολωθρεύει τον εγκέφαλο σου, σε κάθε του συλλαβή.
Από τα πράγματα που σώζουν την ταινία είναι σίγουρα οι ερμηνίες των συγκερκριμένων ηθοποιών, ο Branagh δε μπαίνει στη λίστα, γιατί παρά την σημαντικότητα του χαρακτήρα του, μου ήταν παντελώς αδιάφορος. Η Debicki υποδύεται μια damsel in distress, που φυσικά θα μπορούσε να ήταν και κάτι παραπάνω από απλά η μητέρα της ιστορίας που θέλει να σώσει το παιδί της. Ο Pattinson, που παρά το βάρος των λέξεων του χαρακτήρα του είναι πιο ήρεμος από ποτέ, και ο John David Washington που μέσα στο συμπλεγματικό storyline της ταινίας, δείχνει συναίσθημα και ευαισθησία. Επίσης σημαντικό ρόλο έπαιξε και η μουσική επένδυση της ταινίας, η οποία ήταν χαρακτήρας του plot, από μόνη της. Άλλωστε ο Ludwig Goransson, έχει αποδείξει το ταλέντο του πολλάκις.
Στο τέλος της ταινίας, αναρωτήθηκα αν πραγματικά τελείωσε. Μάλλον όχι. Γιατί το ταξίδι στο χρόνο, όπως κούτσα στραβά κατάλαβα, δεν τελειώνει ποτέ.
Όταν φταίνε πάντα οι άλλοι ή σκέψεις σχετικά με την ενδοσκόπηση