του Εμμανουήλ Πυργιωτάκη, Επίκουρου Καθηγητή Χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Essex
Αναμφίβολα, για πολύ κόσμο, το 2022 ήταν μια ακόμα άσχημη χρονιά. Παραδόξως, για την οικονομία της χώρας μας η χρονιά έκλεισε αρκετά θετικά. Και λέω παραδόξως γιατί μετά το 2010, η Ελληνική οικονομία ήταν στο επίκεντρο των αρνητικών δημοσιεύσεων και αποτελούσε μέχρι και πρόσφατα παράδειγμα προς αποφυγή για τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές οικονομίες.
Να που όμως ο Economist ανακήρυξε την Ελλάδα οικονομική νικήτρια για το 2022 ανάμεσα σε 34 χώρες. Πως όμως φτάσαμε από τον χειρότερο μαθητή της τάξης να γίνουμε σημαιοφόροι;
Για να απαντήσουμε το ερώτημα αυτό είναι σημαντικό να αναλύσουμε τα πέντε κριτήρια στα οποία βασίστηκε η εν λόγω κατάταξη: (1) ΑΕΠ, (2), πληθωρισμός, (3) εύρος πληθωρισμού (ποσοστό προϊόντων με αύξηση άνω του 2%), (4) πορεία του χρηματιστηρίου, και (5) λόγος χρέους προς ΑΕΠ. Είναι αξιοσημείωτο ότι σχεδόν σε όλους τους δείκτες, η Ελλάδα τα πήγε καλύτερα από την πλειοψηφία των υπολοίπων χωρών. Ενδεικτικά, το ΑΕΠ μεγεθύνθηκε κατά 2.2% κατά την υπό εξέταση περίοδο, ξεπερνώντας την αντίστοιχη επίδοση της Γερμανίας (1.3%), ή του Ηνωμένου Βασιλείου (1.7%). Ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 7.8%, αισθητά μικρότερος από της Γερμανίας (10.0%) ή της Ιταλίας (10.8%). Επιπροσθέτως, ο Γενικός Δείκτης του χρηματιστηρίου Αθηνών έκλεισε στο «πράσινο», με απόδοση της τάξης του 0.8%, ενώ τα περισσότερο Ευρωπαϊκά χρηματιστήρια βίωσαν μια απότομη διόρθωση, με χαρακτηριστικό τον Γερμανικό DAX του οποίου η πτώση ξεπέρασε το 15% (αν και υπάρχει μια ανοδική τάση τις πρώτες εβδομάδες του 2023). Τέλος, ο καταλύτης ίσως της οικονομικής μας επίδοσης ήταν η θεαματική μείωση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ κατά 16%.
Ως εδώ όλα ακούγονται ευοίωνα. Η Ελλάδα πέτυχε σε μια δύσκολη συγκυρία για την παγκόσμια οικονομία καλύτερους μακροοικονομικούς δείκτες από πολλές αναπτυγμένες οικονομίες. Είναι όμως αυτή η επίδοση αρκετή για να θωρακίσει την Ελληνική οικονομία στους κινδύνους που ελλοχεύουν από τις αυξήσεις των επιτοκίων, την πιθανή φούσκα στην αγορά ακινήτων και την μειωμένη προσφορά αγαθών και υπηρεσιών; Με άλλα λόγια, είναι διατηρήσιμη η Ελληνική πρωτιά, ή απλά περάσαμε τους άλλους επειδή απλούστατα πήγανε χάλια ενώ εμείς όχι τόσο; Η απάντηση, όπως συνηθίζεται στα οικονομικά, δεν είναι απόλυτη.
Από την μια πλευρά (on the one hand), Η Ελλάδα έχει κάποια συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι των άλλων χωρών, με κύριο εξ αυτών την δομή του δημοσίου χρέους. Πιο συγκεκριμένα, το χρέος έχει μακρά μέση σταθμισμένη ληκτότητα, και ένα μεγάλο ποσοστό του είναι σε σταθερό (και χαμηλό) επιτόκιο. Αυτό σημαίνει ότι η άνοδος των επιτοκίων δεν θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στο λόγο χρέος προς ΑΕΠ, ιδίως μιας και σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα η χώρα μας δεν έχει υψηλές ανάγκες αναχρηματοδότησης. Έτσι, όσο διατηρείται ο υψηλός πληθωρισμός, είναι εφικτό να μειωθεί περαιτέρω το χρέος προς το ΑΕΠ (η εκτίμηση είναι ότι θα υποχωρήσει στο 147.7% το 2027). Επιπροσθέτως, εάν η Ελλάδα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα το 2023, θα αυξηθούν οι ξένες επενδύσεις στα Ελληνικά blue chips, διατηρώντας έτσι την ανοδική τάση του Ελληνικού χρηματιστηρίου. Τέλος, έχουν γίνει σημαντικά βήματα προς την ψηφιοποιήση του δημοσίου και στην απορρόφηση Ευρωπαϊκών κονδυλίων, παράγοντες που θα συμβάλλουν θετικά στην περαιτέρω μεγέθυνση του ΑΕΠ.
Από την άλλη πλευρά (on the other hand), υπάρχουν ακόμα αρκετοί σκόπελοι για την διατήρηση της θετικής πορείας της Ελληνικής οικονομίας. Αρχικά, η πολυπόθητη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας προϋποθέτει πολιτική σταθερότητα και όχι λαϊκισμό και παροχολογία. Επιπλέον, η συγκράτησή του πληθωρισμού απαιτεί δημοσιονομική πειθαρχία. Το να προσπαθείς να κατευνάσεις τον πληθωρισμό με επιδόματα είναι σαν να προσπαθείς να θεραπεύσεις το χανγκόβερ με αλκοόλ. Δουλεύει για λίγο, αλλά μετά η κατάσταση χειροτερεύει. Επίσης, μια αύξηση των κόκκινων δανείων λόγω του αυξημένου κόστους δανεισμού μπορεί να πυροδοτήσει εκ νέου αστάθεια στον τραπεζικό κλάδο. Δυστυχώς, η λίστα των επικείμενων κινδύνων είναι μακριά και σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να υπάρξει εφησυχασμός και δημοσιονομική χαλάρωση.
Θα κλείσω το άρθρο μου με μια φράση του Χάρι Τρούμαν:
«Φέρτε μου ένα μονόχειρα οικονομολόγο» ή “Give me a one-handed Economist”
*του Εμμανουήλ Πυργιωτάκη, Επίκουρου Καθηγητή Χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Essex
Η Ρωσία στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου