Σωτήριον έτος 2017
Ίσως μια από τις πιο κινηματογραφικά ενδιαφέρουσες χρονιές. Πληθώρα ταινιών, που ήθελαν να περάσουν ένα μήνυμα, να αφυπνήσουν το κοινό και άλλες που συγκίνησαν και μέχρι σημέρα —τρία χρόνια μετά, ακόμα συζητούνται.
Μια από αυτές φυσικά, ήταν το «Να Με Φωνάζεις Με Τ’Όνομά Σου» σε σκηνοθεσία του Ιταλού δημιουργού Luca Guadagnino . Ο Guadagnino το 2015 σκηνοθέτησε το “A Bigger Splash” με την Dakota Johnson και τον Ralph Fiennes, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και το 2018 πάλι με την Dakota Johnson, την σύγχρονη μεταφορά του θρίλερ “Suspiria,” αρχικά σκηνοθετημένο από τον Dario Argento.
Πλέον ο Guadagnino, είναι ένας από τους πιο “sought-after” σκηνοθέτες και κάθε του δουλειά, ακουλουθείτε πιστά από τους θαυμαστές. Σίγουρα το “Call Me By Your Name” ήταν και αυτό που τον έκανε πιο γνωστό στο mainstream κοινό.
To “Call Me By Your Name” βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του André Aciman — το οποίο κυκλοφόρησε το 2007. Το βιβλίο εξιστορεί μια coming-of-age ιστορία αγάπης, έρωτα και αναζήτησης, στα ιδυλλιακά τοπία της Bόρειας Ιταλίας, το καλοκαίρι του 1983. Οι βασικοί χαρακτήρες είναι ο Elio Perlman και ο απόφοιτος Oliver. Μέσα από όμορφους ήχους ποίησης και μουσικής, αυτοί οι δυο ερωτεύονται. Μέσα από τις περιπέτειες που περνούν και οι δυο ωριμάζουν και μαθαίνουν, ειδικότερα ο 17χρονος Elio.
Στην ταινία αμέτρητες οι σπαρακτικές σκηνές. Όπως αυτή στο αμάξι που ο Έλιο κλαίει ή αυτή που ο Έλιο ρωτάει τον πατέρα του για την αγάπη και αυτός του δίνει μια από τις πιο όμορφες απαντήσεις που έχουμε ακούσει ποτέ στον κινηματογράφο.
Κάπως έτσι η ταινία —δικαίως— έγινε ανάρπαστη. Ο Timothée Chalamet, εν μια νυκτί, από ένας νέος Νιουγιορκέζος ηθοποιός, έγινε το χρυσό παιδί του Hollywood.
Η είδηση ότι η ιστορία, θα ξαναγυρίσει στις οθόνες μας, έμοιασε σαν σωτηρία σε καιρούς που η αβεβαιότητα χτυπάει κόκκινο. Ειδικότερα στους θαυμαστές, που με ανυπομονησία περιμένουν, από τότε που έπαιξε το “Visions Of Gideon” του Sufjan Stevens στους τίτλους τέλους, ενω ο Elio έκλαιγε μπροστά στο τζάκι. ( ναι ξέρω, κάθε σκηνή απέξω. )
Όταν φταίνε πάντα οι άλλοι ή σκέψεις σχετικά με την ενδοσκόπηση