Αλήθεια, μπορεί κάποιος να κατηγορεί τον διπλανό του ότι είναι κρεατοφάγος ενώ ο ίδιος δεν έχει χωνέψει ακόμη τη μπριζόλα που έφαγε το μεσημέρι; Είναι ένα πιο ακριβό παλτό αντίβαρο της αριστερής ιδεολογίας; Πειράζει που το Λονδίνο είναι πιο εστέτ από τη Μόσχα; Όλα αυτά είναι ερωτήματα (μάλλον ρητορικά) που μπορεί να προκύψουν σε κάποιον που διάβασε τις αναρτήσεις με #Μποφίλιου το Σαββατοκύριακο στο Twitter. Στον πολωμένο κόσμο της εφαρμογής, ο λόγος και το ύφος των περισσοτέρων προσιδιάζουν πιο πολύ σε τρολ παρά σε νηφάλια επιχειρηματολογία. Έτσι, ανεξάρτητα από τη στάση τους σχετικά με την επίμαχη φωτογραφία, όλοι όσοι χρησιμοποίησαν τον σεξισμό, την ομοφοβία, τη χυδαιότητα και το ηθικό πλεονέκτημα βράζουν στο ίδιο καζάνι της αναξιοπρέπειας.
Μετά από αυτό το μικρό disclaimer, να πούμε πως δεν μας επιτρέπεται να γνωρίζουμε ακριβώς την οικονομική κατάσταση ενός ανθρώπου, αλλά μάλλον η Νατάσα Μποφίλιου έχει τη δυνατότητα να αγοράσει αν θέλει ένα παλτό της τάξης των 300€. Η τιμή του ρούχου δεν είναι το θέμα που πρέπει να μας απασχολεί αλλά βρίσκω ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη στάση της Νατάσσας Μποφίλιου. Συγκεκριμένα σε αυτό που συμβολίζει η φωτογραφία σε αντιδιαστολή με τον άνθρωπο που απεικονίζεται σε αυτή.
Αν η Νατάσα Μποφίλιου δεν έσπευδε να μας ενημερώσει σχετικά με την αντάρτικη φύση της και το αναθεωρητικό της όραμα, εικάζω ότι δύσκολα κάποιος θα μπορούσε να τα μαντέψει. Συμμετέχει σε διαφημιστικές καμπάνιες (εξού και το παλτό), επιχειρεί, κερδοφορεί, κυκλοφορεί τα τραγούδια της μέσω Spotify, γενικότερα μετέχει κανονικά στην ελεύθερη αγορά σαν ένα άτομο των οικονομικών δυνατοτήτων της…και καλά κάνει. Μου είναι κάπως δύσκολο όμως να κατανοήσω τι σημαίνει να είσαι τροτσκίστρια στην Ελλάδα του 2022. Ίσως από αυτό έπρεπε να ξεκινήσει και η ίδια, εξηγώντας το όχι με λόγια αλλά πράξεις.
Πολλοί καλλιτέχνες επιλέγουν τη φήμη τους ως όχημα κοινωνικοπολιτικού σχολιασμού, ενός είδους ακτιβισμό που γίνεται χαρακτηριστικός του προσώπου τους. Αν για παράδειγμα θέλαμε να συμπτύξουμε με κάποιο τρόπο το legacy της Μαντόνα θα ήταν κάτι σχετικό με σεξ, προκλητικότητα, γύμνια, χειραφέτηση και απενοχοποίηση. Έννοιες οι οποίες υποστηρίχθηκαν με πάθος από την ίδια και επαληθεύτηκαν μετέπειτα σε τέτοιο βαθμό από τη στάση της και τη ζωή της που πλέον είναι ταυτόσημες. Με βάση αυτή τη σκέψη, αναρωτιέμαι πως θα μεταφραζόταν το αντίστοιχο legacy της Νατάσας Μποφίλιου;
Διαβάζοντας μια σχετικά πρόσφατη συνέντευξη της σχετικά με τις πολιτικές της τοποθετήσεις, στο News24/7 θα ξεχωρίσω μεταξύ άλλων τη δήλωση πως ‘ρισκάρει την οικονομική της ασφάλεια με το να είναι στην άλλη πλευρά’. Αναλογιζόμενος την έντεχνη ελληνική μουσική σκηνή δεν αντιλαμβάνομαι ποιο είναι το ρίσκο στη προκειμένη. Αν ήμασταν στη Τσεχία ίσως αυτές οι απόψεις να μπορούσαν θεωρηθούν ρηξικέλευθες αλλά στην Ελλάδα το προφίλ της Νατάσσας Μποφίλιου μάλλον αποτελεί το κανόνα και όχι την εξαίρεση. Και ίσως εκεί να βρίσκεται και το μεγαλύτερο πρόβλημα: έχουμε μπροστά μας ίσως τη σπουδαιότερη σύγχρονη ερμηνεύτρια αδύναμη μπροστά στο εύκολο αναμάσημα μιας πετυχημένης συνταγής. Μάλλον η συμβατότητα λόγων και πράξεων είναι μια τιμή που λίγοι μπορούν να πληρώσουν και η γραφικότητα μια παγίδα από την οποία ακόμη λιγότεροι μπορούν να ξεφύγουν.
Όταν φταίνε πάντα οι άλλοι ή σκέψεις σχετικά με την ενδοσκόπηση